Ο άνθρωπος, κατά τον αρχαίο Έλληνα φιλόσοφο Αριστοτέλη, είναι μιμητικό όν. Θέλει να βλέπει παραδείγματα, για να τα μιμείται. Να έχει πρότυπα, για να τους μοιάζει. Κι όσο πιο ψηλά πρότυπα έχει, τόσο πολύ ανεβαίνει ηθικά. Όσο πιο χαμηλά πρότυπα έχει, τόσο πιο πολύ κατεβαίνει ηθικά. Στην παραβολή του καλού Σαμαρείτη, που είναι μία από τις πιο ωραίες και ζωντανές παραβολές του Κυρίου μας, βλέπουμε να παρουσιάζονται τρία βασικά πρότυπα συμπεριφοράς, δύο προς αποφυγή κι ένα προς μίμηση.
Το πρώτο, προς αποφυγή, είναι το πρότυπο της εγκληματικότητας, συνηθισμένο στην εποχή μας, το οποίο εκπροσωπείται από τους ληστές της παραβολής, που έστησαν το καρτέρι θανάτου στον ανυποψίαστο διαβάτη για να τον ληστέψουν.
Το δεύτερο, προς αποφυγή, είναι της αδιαφορίας, πιο συνηθισμένο στην εποχή μας, την εποχή όπου βασιλεύει ο ατομικισμός κι έχει ψυγεί η αγάπη και το ειλικρινές ενδιαφέρον για τον πλησίον. Εκπρόσωποί του, δύο άνθρωποι του ναού, ο ιερέας και ο λευίτης, οι οποίοι ήλθαν κοντά στον πληγωμένο διαβάτη, είδαν το φρικτό θέαμά του κι απήλθαν απαθείς θεατές του δράματός του. Το έγκλημα, που άρχισαν οι ληστές με τα μαχαίρια, το αποτελείωσαν ο ιερέας και ο λευίτης με την αδιαφορία τους.
Εκτός, όμως, από το απαίσιο πρότυπο του εγκλήματος και το σκοτεινό πρότυπο της αδιαφορίας, υπάρχει, ευτυχώς, μέσα στην παραβολή και το φωτεινό πρότυπο της αγάπης. Το εκπροσωπεί ο καλός εκείνος Σαμαρείτης, που δεν έμεινε ασυγκίνητος μπροστά στο φρικτό θέαμα του συνανθρώπου του, προσφέροντάς του άμεση, ολοκληρωμένη και σωτήρια για εκείνον βοήθεια. Στην αξιομίμητη αγάπη του καλού Σαμαρείτη διακρίνουμε ορισμένα από τα βασικά γνωρίσματα της πολυδιάστατης αυτής αρετής.
α) Αυθόρμητη. Κανένας δεν τον υποχρέωσε να εκτελέσει τη γενναιόκαρδη πράξη του. Ούτε και εκτελούσε «διατεταγμένη» υπηρεσία κάποιου ανώτερού του. Έτρεξε αυθόρμητα, με πηγαίο ενθουσιασμό, εκεί που τον κάλεσε το καθήκον.
β) Έμπρακτη. Όταν έφθασε κοντά στον πληγωμένο, δεν περιορίστηκε σε κούφια λόγια συμπόνοιας. Κατέβηκε από το ζώο του και τον βοήθησε έμπρακτα, προσφέροντας και χρόνο και κόπο και χρήμα.
γ) Ηρωική. Ο τόπος του εγκλήματος δεν ήταν μόνο έρημος, ήταν και επικίνδυνος. Οι ληστές, που πλήγωσαν τον πρώτο, παραμόνευαν ίσως για να επαναλάβουν το έγκλημα. Μέσα του η φωνή της λογικής του υπαγόρευε να φύγει, για να γλυτώσει. Η φωνή της καρδιάς του, όμως, του έλεγε να μείνει και να βοηθήσει. Υπάκουσε στο ηρωικό πρόσταγμα της καρδιάς.
δ) Ανιδιοτελής. Κανένα συμφέρον δεν τον παρακινούσε για την πράξη του αυτή. Καμία υλική ανταπόδοση δεν περίμενε από τον καταληστευμένο τραυματία. Ο τόπος ήταν έρημος και κανένα μάτι δεν επρόκειτο να θαυμάσει την ηρωική χειρονομία του. Γνώριζε πως η γενναία πράξη του θα έμενε στην αφάνεια.
ε) Πλατιά. Αυτός ήταν Ιουδαίος, ενώ ο πληγωμένος Σαμαρείτης, δηλαδή εχθρός του. «Ου συνεχρωντο Ιουδαίοι Σαμαρίταις». Δεν έκαναν παρέα. Είχαν θρησκευτικές διαφορές. Όμως, η στιγμή εκείνη ο καλός Σαμαρείτης δεν βλέπει πρόσωπα, αλλά πληγές που ζητούν θεραπεία. Τον βοηθάει ανεπιφύλακτα με μία πλατιά αφατρίαστη, παγκόσμια αγάπη!
Η προτροπή του Κυρίου μας προς το νομικό, «πορεύου και σύ ποίει ομοίως», ας γίνει για τον καθένα μας σταθερή γραμμή ζωής, για δική μας σωτηρία, για το καλό της πονεμένης κοινωνίας και για τη δόξα του Χριστού μας, του Μεγάλου Καλού Σαμαρείτη.
ΕΚ ΤΗΣ ΙΕΡΑΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΕΩΣ Φ.Ν.Θ.
Πρεσβύτερος Εμμανουήλ Κατσικαλάκης