Μια «τυχαία» συνάντηση μεταξύ του Ιησού και μιας γυναίκας που κατάγονταν από την Σαμάρεια, κατέχει κεντρική θέση στην ευαγγελική  περικοπή της Κυριακής. Μια συνάντηση, που έμελε να αλλάξει ριζικά, όχι μόνο τη ζωή της Σαμαρείτιδος, αλλά και πολλών συμπατριωτών της, έτσι ώστε στο τέλος, να ομολογούν ότι ο Ιησούς είναι «αληθώς ο σωτήρ του κόσμου ο Χριστός», επειδή έγιναν αυτήκοοι μάρτυρες του κηρύγματος του.

Ήταν πραγματικά πρωτάκουστο και πρωτοφανές, για τα δεδομένα της εποχής εκείνης, να μιλάει κάποιος για θεολογικά θέματα με γυναίκα.

Και μάλιστα, εάν λάβουμε υπόψη ότι η γυναίκα εκείνη, ήταν εκ της Σαμάρειας και οι Ιουδαίοι απεστρέφοντο τους Σαμαρείτας, λόγω θρησκευτικών διαφορών και δεν ήθελαν καμία επικοινωνία μαζί τους. Και το παραπάνω ενισχύετε από το γεγονός ότι, η γυναίκα ζούσε έκλυτη ζωή, μη έχοντας νόμιμο σύζυγο, αλλά ο Χριστός δεν το θεώρησε αυτό προσβλητικό για να μη μιλήσει μαζί της.

Με τη στάση του αυτή, ο Κύριος μας διδάσκει ότι το μήνυμα του Ευαγγελίου είναι πανανθρώπινο, δεν περιορίζεται από εθνικότητες, θρησκευτικές πεποιθήσεις, πολιτικές ιδεολογίες και κοινωνικές τάξεις. Απευθύνεται, εξίσου, σε άνδρες και γυναίκες, πλούσιους και φτωχούς, δίκαιους και αμαρτωλούς. Διψά για τη σωτηρία των ανθρώπων, διότι είναι Αυτός που «πάντας ανθρώπους θέλει σωθήναι και εις επίγνωσιν αληθείας ελθείν» και διακυρήτει με τα αψευδή χείλη Του ότι: «ουκ ήλθον καλέσαι δικαίους, αλλά αμαρτωλούς εις μετάνοιαν».

Ο Χριστός, όμως, στη συνάντηση που είχε με την Σαμαρείτιδα, βρίσκει αφορμή για να της μιλήσει και για κάποιο άλλο νερό, «το ύδωρ το ζων», που δεν έχει σχέση με το υλικό, το φυσικό ύδωρ. Το ύδωρ αυτό, είναι η ζωογόνος Χάρις του Θεού, η οποία φωτίζει τον νουν του πιστού με την αλήθεια του Ευαγγελίου. Η Θεία Χάρις που κατακαίει τις ρίζες της αμαρτίας, νεκρώνει τον παλαιό άνθρωπο, αγιάζει την καρδιά του, ενδυναμώνει τη θέληση του και αναγεννά την όλη προσωπικότητα του ανθρώπου.

Αυτό όμως «το ύδωρ το ζων», το δίνει μόνο ο Χριστός. Δεν είναι κρυμμένο στα βιβλία των σοφών, για να είναι προνόμιο των εγγραμμάτων κι ούτε αποκτάται με όγκους χρυσού, για να είναι μόνο αγαθό των πλουσίων. Είναι δώρο του Λυτρωτού προς κάθε ένα, που θα αισθανθεί την ανάγκη και θα το ζητήσει ο ίδιος με πίστη και επιμονή από τον Χριστό. Γι’ αυτό και ο Κύριος τονίζει το «ου εγώ δώσω αυτό», δηλαδή το νερό το οποίο Εγώ θα το δώσω και όχι κάποιος άνθρωπος.

Αυτό συνέβη στην περίπτωση της Σαμαρείτιδος και αυτό συμβαίνει σε κάθε άνθρωπο. Μόνο όταν εκείνη αισθάνθηκε την έλλειψη του «ζώντος ύδατος» και η δίψα άρχισε να καταφλέγει την ψυχή της, παρεκάλεσε θερμά τον Κύριο «δος μοι το ύδωρ τούτο, ίνα μη διψώ» και Αυτός της το χάρισε. Και μόνο όταν ο άνθρωπος συναισθανθεί την πνευματική του πτώχεια και την αμαρτωλότητα του, όταν αισθανθεί ότι δεν έχει τίποτα το καλό και με βαθειά ταπείνωση καταφύγει στην αιώνια πηγή του «ζώντος ύδατος», θα πάρει δωρεάν από τον Λυτρωτή αυτό που ποθεί και διψά να απολαύσει.

Ανικανοποίητος, λοιπόν, θα μένει για πάντα ο άνθρωπος που δεν θ’ αποφασίσει να πλησιάσει την πηγή εκείνη, την οποία υπέδειξε ο Ιησούς στη Σαμαρείτιδα. Ο Χριστός, ο αιώνιος οδοιπόρος, στέκει ανά τους αιώνες δίπλα στο «φρέαρ» περιμένοντας τους κουρασμένους οδοιπόρους να ξεδιψάσουν από το «ύδωρ το ζών» εγκαταλείποντας εκεί το «άντλημα» των παθών τους. Διότι, τότε θα αναβλύσει από τα στήθη τους μία αστείρευτος πηγή πνευματικού ύδατος, που θα τους χαρίσει την αιώνια ζωή.

ΕΚ ΤΗΣ ΙΕΡΑΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΕΩΣ Φ.Ν.Θ. (ιερομ. Σίλας Καραβελίδης)

ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ