Υπάρχει ένα τραπέζι στρωμένο για μας. Ένα τραπέζι που έχει ετοιμαστεί από τον Μεγάλο Οικοδεσπότη. Ένα τραπέζι, στο οποίο είμαστε προσκεκλημένοι κι εμείς. Κάθε Κυριακή, όπως και σε κάθε θεία Λειτουργία, υπάρχει μία πρόσκληση προς όλους τους πιστούς. Πρόσκληση συμμετοχής στο μεγάλο Δείπνο, στην αναίμακτη μυσταγωγία. Η Τράπεζα έχει ετοιμαστεί από τον Μέγα Αρχιερέα Χριστό, η θυσία τετελεσμένη, ήδη, μας παρέχει τις δωρεές της. Ο Κύριος, ως ο φιλόξενος οικοδεσπότης, μάς προσμένει στη θύρα, ζωσμένος το λέντιο, έτοιμος να μας διακονήσει. Προσμένει τη δική μας ανταπόκριση στην πρόσκλησή Του. Τη στιγμή της βαπτίσεώς μας και όταν ο ιερέας μας έχριε με το άγιο Μύρο στο μυστήριο του Χρίσματος, λάβαμε την διαρκή πρόσκληση του ουρανού και εν δυνάμει μετέχουμε στην κοινωνία της αγιότητας του Τριαδικού Θεού. Η ενσυνείδητη μετοχή μας στη λατρευτική σύναξη και η με φόβο Θεού κοινωνία του Σώματος και του Αίματος του Χριστού, αποτελούν την προσωπική μας, ενός εκάστου, απάντηση, ανταπόκριση και αποδοχή της ευλογημένης προσκλήσεως.

Τα πάθη μας, οι ηδονές της γης, οι βιοτικές μέριμνες, τα μεγάλα και τα μικρότερα προβλήματα, η ίδια η καθημερινότητα, μας αποσπούν την προσοχή, μειώνουν το ενδιαφέρον μας για την πρόσκληση που λάβαμε και έτσι μας απομακρύνουν από την Τράπεζα, μας φέρουν προσκόμματα, ώστε να μείνουμε μακράν του Δείπνου. Ο μεγάλος Θεός, όμως, μας προσμένει. Επιθυμία του είναι να γίνουμε συνδαιτυμόνες Του. Να δειπνήσουμε μαζί Του, να γευθούμε και να κατανοήσουμε τον Κύριο, να απολαύσουμε την μεγάλη ευλογία της κοινωνίας μαζί Του. Μας λέγει χαρακτηριστικά ο ιερός Χρυσόστομος: «κατάλαβε με ποια τιμή τιμήθηκες. Ποια Τράπεζα απολαμβάνεις. Εκείνο που το βλέπουν οι άγγελοι και τρομάζουν και δεν τολμούν μήτε να το κοιτάξουν χωρίς φόβο, για το λόγο ότι βγάζει μία αστραποβόλα λάμψη, μ’ αυτό εμείς τρεφόμαστε. Μ’ αυτό ζυμωνόμαστε. Και γινόμαστε ένα σώμα με τον Ιησού Χριστό και μία σάρκα».

Κι εμείς δειλά ανταποκρινόμαστε. Πλησιάζουμε το φρικτό Θυσιαστήριο. Ακούμε τη φωνή του Κυρίου να μας καλεί. Καλεί την ψυχή μας. Καλεί όλη την εκκλησία, που συνηγμένη στην τράπεζα της αγάπης, δράττει τους ευώδης καρπούς της θεϊκής ευλογίας. Στον Μυστικό Δείπνο της υπέρτατης θυσιαστικής αγάπης, ο Ιησούς εκφράζει τη σφοδρή επιθυμία Του, να δειπνήσει μαζί με τους αγαπημένους του. Κι εμείς προετοιμασμένοι, ανταποκρινόμενοι στην πρόσκληση αναφωνούμε: «Με έλκυσες με τον πόθο, Χριστέ και με αλλοίωσες με το θείο Σου έρωτα. Αλλά κατέφλεξε με άυλη φωτιά τις αμαρτίες μου. Και αξίωσέ με να γεμίσω απ’ τη γλυκύτητά Σου. Για να σκιρτώ από χαρά και να μεγαλύνω τις δύο παρουσίες Σου». Η αρχή της πορείας που οδηγεί στη θεία Κοινωνία είναι η πίστη. Το τέλος της πορείας είναι η αγάπη. Η ύψιστη στιγμή της αγάπης, είναι η προσωπική στιγμή που δέχεται ο καθένας μας μέσα του τον Χριστό και τούτο, γιατί είναι από την μία η στιγμή της θείας αγάπης που πλουσιοπάροχα προσφέρεται και της ανθρώπινης αγάπης που ανταποκρινόμενη προσέρχεται και δέχεται την προσφορά. Η κάθε Θεία Λειτουργία είναι η Βασιλεία του Θεού. Και η τροφή στο Δείπνο της Βασιλείας είναι η αγάπη. Με την μετάνοια και το φόβο του Θεού περνούμε την επικίνδυνη θάλασσα της ζωής αυτής και φθάνουμε στην αγάπη.

Γεύση και χορτασμός στην πληρότητα είναι τα ανείπωτα συναισθήματα του Δείπνου, αισθήματα, που είναι αδύνατο να κατανοηθούν από όσους δεν πήραν μέρος, με θείο πάθος, στην Τράπεζα της Ευχαριστίας. Και τούτο, επειδή η ακατάπαυστη οδοιπορία μας στην άνυδρη χώρα του παρόντος κόσμου έχει αποξηράνει την ικμάδα της πνευματικής μας ζωής. Πεινούμε και διψούμε. Μέσα μας πλημμυρίζει η ψυχή μας με το έντονο αίσθημα της ανεπάρκειας και της αναγκαιότητας της τροφής. Μέσα στην απόλυτη πενία της ύπαρξής μας συνειδητοποιούμε, πλέον, τον αποκαλυπτικό λόγο του Κυρίου: «αμήν, αμήν λέγει υμίν, εάν μη φάγητε την σάρκα του Υιού του ανθρώπου και ποιείται αυτού το αίμα, ουκ έχετε ζωήν εν εαυτοίς».

ΕΚ ΤΗΣ ΙΕΡΑΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΕΩΣ Φ.Ν.Θ., αρχιμανδρίτης Παύλος Κίτσος

ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ