Σε ολόκληρη την Αγία Γραφή έχουμε στο σύνολο εφτά αναστάσεις. Τρεις έγιναν από τους Προφήτες πριν από την παρουσία του Χριστού και τέσσερις από τον ίδιο τον Χριστό. Πρώτη ήταν η ανάσταση του υιού της Σαραφθίας που ανέστησε ο Ηλίας (Γ΄ Βασιλ. ιζ΄22), δεύτερη του υιού της Σουμανίτιδος (Δ΄ Βασιλ. δ΄35), η οποία έγινε από τον Ελισαίο και τρίτη αυτή που έκανε το νεκρό σώμα του Ελισσαίου (Δ΄ Βασιλ. ιγ΄21), επειδή ο Ελισαίος έλαβε διπλό το χάρισμα μετά την ανάληψη του προφήτη Ηλία και γι αυτό τον λόγο, μολονότι ήταν νεκρός, ανέστησε νεκρό, τον οποίο έθεσαν πάνω στο σώμα του.

Τέταρτη ανάσταση είναι του νέου για τον οποίο γίνεται λόγος στην ευαγγελική περικοπή της Κυριακής (Γ΄ Λουκά ζ΄11-16) και η πρώτη που έγινε από τον Χριστό. Το ζήτημα, όμως, είναι, ότι ο Χριστός δεν ανέστησε τον νεαρό όπως ο Ηλίας, ή ο Ελισαίος, με προσευχή και παράκληση, αλλά με εξουσία, ή καλύτερα θα λέγαμε με αυτεξουσία. Πέμπτη ανάσταση είναι της θυγατέρας του Ιαείρου, έκτη του τετραημέρου Λαζάρου και έβδομη αυτή που πραγματοποιήθηκε, όταν ο Χριστός παρέδωσε το πνεύμα στον σταυρό και πολλά σώματα των κεκοιμημένων αγίων αναστήθηκαν (Ματθ. κζ΄52). Σε όλες τις αναστάσεις, οι ευαγγελιστές μας δίνουν ιδιαίτερες πληροφορίες και λεπτομέρειες για τον τόπο, τον χρόνο, τα πρόσωπα που ήταν παρόντα, τα λόγια και τις κινήσεις του Χριστού σαν μαρτυρία.

Κανένας, όμως, δεν μπορεί να μιλήσει για τον ακριβή χρόνο και τρόπο της όγδοης και τελευταίας Ανάστασης του Κυρίου που τις ακολούθησε, αλλά τις μεν εφτά τις διαδέχθηκε και πάλι ο θάνατος, ενώ η όγδοη έμεινε ανώτερη από τον θάνατο, επειδή η ανάσταση των νεκρών που προσδοκούμε, δεν θα διακοπεί πλέον από τον θάνατο, αλλά θα είναι αιώνια. Στο τέλος του συμβόλου της Πίστης μας λέμε: «προσδοκώ ανάσταση νεκρών και ζωή του μέλλοντος αιώνος».

Στην ευαγγελική περικοπή της Κυριακής, μας περιγράφεται ότι ο Χριστός άγγιξε με το χέρι του το φέρετρο του νεκρού. Η κίνηση αυτή, δηλώνει ότι ο ίδιος είναι ο ζωοδότης, ο αρχηγός της ζωής, αυτός που από την ανυπαρξία φέρνει στο «είναι», δηλαδή στην ύπαρξη τα πάντα και απευθύνεται προσωπικά στο νεκρό σώμα του νεαρού σαν να μιλάει σε ζωντανό άνθρωπο, λέγοντάς του να σηκωθεί όρθιος. Δεν επιστρέφει άλλη ψυχή, ή άλλο πνεύμα πίσω στο σώμα του παλικαριού, το όνομα του οποίου δεν γνωρίζουμε, αλλά η ίδια η ψυχή που του δόθηκε κατά την σύλληψή του στα σπλάχνα της μητέρας του και γι αυτό τον πιάνει από το χέρι και τον παραδίδει στην χήρα μητέρα του.

Πόσες περιπτώσεις γονέων γνωρίζουμε ότι έχασαν τα παιδιά τους σε βρεφική, νηπιακή, παιδική, ή νεανική ηλικία; Γιατί ο Θεός δεν ανασταίνει αυτά τα παιδιά; Γιατί δεν ευεργετεί το ίδιο αυτούς τους γονείς, όπως κάνει με την χήρα μητέρα της ευαγγελικής περικοπής; Ας αναρωτηθούμε πόσες χήρες μητέρες θα βρίσκονταν στην ίδια περίσταση με την μητέρα που ευεργετείται στον ίδιο τόπο, ή στην ίδια χρονική περίοδο και τότε ίσως πάρουμε απάντηση για ποιό λόγο δεν γνωρίζουμε τα ονόματα της μητέρας και του παιδιού της. Γιατί στο πρόσωπο αυτού του νεαρού και αυτής της μητέρας αποτυπώνεται όλο το ανθρώπινο γένος που δεν μπορεί να κατανοήσει τον θάνατο, επειδή ο άνθρωπος πλάστηκε για να ζήσει και όχι για να πεθάνει. Γι αυτόν ακριβώς τον λόγο, ο θάνατος για τον άνθρωπο είναι ένα μυστήριο, κάτι που δεν πρόκειται να το κατανοήσει ποτέ, γιατί είναι ξένος ως προς την φύση του. Η ζωή όμως είναι ο Χριστός και ο άνθρωπος που ενώνεται ελεύθερα με Αυτόν προσδοκά την Ανάσταση των νεκρών και την αιώνια παραδείσια κατάσταση.

ΕΚ ΤΗΣ ΙΕΡΑΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΕΩΣ Φ.Ν.Θ., αρχιμανδρίτης Χερουβείμ Γούπας

ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ