Η Κυριακή προ των Χριστουγέννων είναι αφιερωμένη στην τιμή όλων των δικαίων και των προφητών της Παλαιάς Διαθήκης, από τον Αδάμ μέχρι και τον Ιωσήφ τον μνήστορα της Υπεραγίας Θεοτόκου, οι οποίοι ευηρέστησαν τον Θεό και έζησαν σύμφωνα με το θέλημά Του. Και ο απόστολος Παύλος στο αποστολικό ανάγνωσμα αναφέρεται σε όλους αυτούς, για να υπογραμμίσει το κοινό χαρακτηριστικό το οποίο είχαν όλοι, δηλαδή την πίστη στον Θεό.
Έχοντας πίστη στον Θεό και στην υπόσχεση που τού έδωσε, ο Αβραάμ εγκατέλειψε τη γη που κατοικούσε και ήλθε στη γη Χαναάν. Ομοίως και οι άλλοι πατριάρχες, ο Ισαάκ και ο Ιακώβ, επειδή είχαν πίστη στον Θεό, κατοίκησαν μέσα σε σκηνές, ως ξένοι τη Γη της Επαγγελίας, γιατί αποδέχτηκαν ως πατρίδα και πόλη τους εκείνη την οποία έχει γερά θεμέλια και τεχνίτη και δημιουργό της τον Θεό.
Η πόλη αυτή δεν είναι άλλη από την άνω Ιερουσαλήμ, τη Βασιλεία του Θεού, η οποία ήλθε με την ενανθρώπηση του Χριστού και με την Ανάστασή του. Και παρόλο που δεν είχε νικηθεί ακόμα το κράτος του θανάτου και όλοι οι κεκοιμημένοι κατέληγαν στον Άδη, ο Θεός τούς αντάμειψε για την πίστη τους με σημεία και τέρατα θαυμαστά και τήρησε τις υποσχέσεις του. Έτσι, στους μεν πατριάρχες έδωσε τη γη που τους υποσχέθηκε, στον Ενώχ το να μη γευτεί θάνατο, τον Νώε τον έσωσε από την πλημμύρα, τον Λωτ από την καταστροφή, τους τρεις παίδες από τη φωτιά και ούτω καθεξής.
Επομένως, εφάρμοσε προ Χριστού εκείνο που μάς είπε ο Χριστός, «ζητείτε πρώτον την βασιλείαν του Θεού και την δικαιοσύνην αυτού και ταύτα πάντα προστεθήσεται υμίν» (Ματθ. 6.33). Δεν θα με πάρει ο χρόνος, συνεχίζει ο Απόστολος, να διηγούμαι για τον Γεδεών, τον Σαμψών, τον Δαβίδ, τον Σαμουήλ και όλους τους προφήτες, οι οποίοι διά της πίστεως κατέρριψαν βασίλεια, εργάστηκαν τη δικαιοσύνη, γεύτηκαν όσα υποσχέθηκε ο Θεός σε αυτούς, έφραξαν στόματα λεόντων, διέφυγαν κάθε κίνδυνο, είτε από φωτιά, είτε από μαχαίρι, είτε από ασθένεια. Άλλοι από αυτούς ξυλοκοπήθηκαν μέχρι θανάτου και δεν δέχτηκαν να γλιτώσουν τη ζωή τους, προκειμένου να πετύχουν μία καλύτερη ανάσταση.
Άλλοι πάλι υπέμειναν μύριες όσες κακουχίες, εμπαιγμούς, μαστιγώσεις και φυλακίσεις· λιθοβολήθηκαν, πριονίστηκαν, θανατώθηκαν με μαχαίρι, έζησαν φορώντας προβιές με στερήσεις, με θλίψεις και κακουχίες σαν να μη τούς άξιζε ο κόσμος, περιπλανώμενοι σε σπηλιές και βουνά και στις τρύπες της γης. Κι όμως, όλοι αυτοί, αν και έδωσαν την καλή μαρτυρία της πίστεως, δεν απέκτησαν την υπόσχεση, επειδή ο Θεός προέβλεψε για μάς κάτι καλύτερο, για να μη τελειωθούν χωρίς εμάς. Αυτό το καλύτερο, όπως είπαμε, είναι η Απολύτρωση, η σωτηρία δηλαδή μέσω της ενανθρωπήσεως του Θεού -την οποία σε λίγες ημέρες θα εορτάσουμε- του πάθους και της Αναστάσεως του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού. Όλα αυτά, δηλαδή η υπακοή στο θέλημα του Θεού, οι ευεργεσίες και η απαντοχή στις θλίψεις και τις κακουχίες, έχουν ως κύριο παρονομαστή την πίστη και την αναζήτηση της αγάπης και της δικαιοσύνης του Θεού. Αυτό τότε.
Και πάλι, το ζητούμενο από μέρους μας προκειμένου να γευτούμε τη λύτρωση και τη σωτήριο χάρη του Χριστού, δεν είναι άλλο από την πίστη στον αληθινό Θεό και στον Υιό του, τον οποίο απέστειλε στον κόσμο. Η πίστη και η αναζήτηση της αγάπης του Θεού δικαίωσε την πόρνη, τον ληστή και τον τελώνη, η πίστη στο πρόσωπο του Χριστού έφερε τα θαύματα και ανέδειξε τους αποστόλους, τους αγίους, τους μάρτυρες, τους ομολογητές, τους μεγάλους ασκητές. Η πίστη των δικαίων της Παλαιάς Διαθήκης στηρίχτηκε στην ελπίδα της χάριτος του Θεού. Εμείς έχουμε το πλήρωμα της χάριτος, τη βεβαιότητα της Αναστάσεως και της απολυτρώσεως και τη διαρκή παρουσία του Αγίου Πνεύματος, το οποίο φωτίζει και αγιάζει «πάντα άνθρωπον ερχόμενον εις τον κόσμον». Επομένως, έχουμε τον ακρογωνιαίο λίθο, τον Κύριο Ιησού Χριστό, για να εδράσουμε τη δική μας πίστη, και να ζήσουμε ουσιαστικά τη Γέννηση του Κυρίου, η οποία συνδέεται άρρηκτα με το Πάθος και την Ανάσταση, με την κατάργηση του Άδη και με τη Δευτέρα Παρουσία του Κυρίου μας· κατά την οποία είθε να μάς αξιώσει να είμαστε μεταξύ εκείνων που θα καλέσει στα δεξιά του, ως γνήσιους φίλους του και ως αδελφούς εξ’ υιοθεσίας.
ΕΚ ΤΗΣ ΙΕΡΑΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΕΩΣ Φ.Ν.Θ.