Στο επίκεντρο της παραβολής του καλού Σαμαρείτη βρίσκεται το θεμελιώδες ερώτημα του ανθρώπου: «Ποιος είναι ο πλησίον μου;». Στην ερώτηση, που έγινε με αυτό τον τρόπο, ο Ιησούς απαντά με την παραβολή του ανθρώπου, ο οποίος στον δρόμο από την Ιερουσαλήμ προς την Ιεριχώ, δέχεται επίθεση από ληστές και εγκαταλείπεται απογυμνωμένος και μισοπεθαμένος. Είναι μία απολύτως ρεαλιστική ιστορία, γιατί παρόμοιες επιθέσεις γίνονταν τακτικά σε εκείνο τον δρόμο. Ένας ιερέας κι ένας Λευίτης περνούν από τον ίδιο δρόμο -αμφότεροι είναι γνώστες του νόμου, ειδικοί στο μεγάλο ζήτημα της σωτηρίας- και προχωρούν παραπέρα. Δεν έπρεπε απαραίτητα να είναι ιδιαίτερα ψυχροί άντρες. Ίσως κι αυτοί φοβήθηκαν και προσπάθησαν να φτάσουν στην πόλη όσο το δυνατό γρηγορότερα· ίσως και να μη γνώριζαν πώς να βοηθήσουν, ειδικά επειδή, σε κάθε περίπτωση, φαινόταν ότι δεν είχαν απομείνει και πολλά για να παράσχουν στον άνθρωπο που έδινε την εντύπωση του πεθαμένου. Έπειτα έρχεται ένας Σαμαρείτης, πιθανώς ένας έμπορος που πρέπει συχνά να διένυε το συγκεκριμένο τμήμα του δρόμου και προφανώς γνωρίζει τον ιδιοκτήτη του πλησιέστερου πανδοχείου. Ένας Σαμαρείτης, επομένως κάποιος που δεν ανήκε στην κοινότητα του Ισραήλ και δεν ήταν «υποχρεωμένος» να δει τον πλησίον του στο άτομο που δέχτηκε επίθεση από ληστές. Αλλά να, έρχεται ο Ιησούς και δίνει την δική Του απάντηση στο αρχικό ερώτημα: ο Σαμαρείτης, ο ξένος, γίνεται ο ίδιος «πλησίον μου» και μου δείχνει ότι εγώ πρέπει να γίνω ένα άτομο που αγαπά, ένα άτομο που η καρδιά του είναι ικανή να σεισθεί από την ανάγκη των άλλων.

Η «εντολή» της αγάπης γίνεται δυνατή μόνο όταν παύει να θεωρείται μία χριστιανική απαίτηση, μόνο όταν γίνεται ένα «δώρο» έμφυτο. Με βάση αυτή την αρχή, πρέπει να γίνουν κατανοητές οι μεγάλες παραβολές του Κυρίου, μία από τις οποίες είναι η σημερινή. Η παραβολή του καλού Σαμαρείτη οδηγεί πάνω απ’ όλα σε δύο σημαντικές διευκρινίσεις. Ενώ η έννοια του «πλησίον» αναφερόταν μέχρι τότε ουσιαστικά σε συμπατριώτες και ξένους που είχαν εγκατασταθεί στην γη του Ισραήλ, τώρα αυτό το όριο καταργείται. Όποιος με χρειάζεται και μπορώ να τον βοηθήσω, είναι ο πλησίον μου. Η έννοια του πλησίον είναι οικουμενική και ωστόσο παραμένει συγκεκριμένη. Η Εκκλησία είναι η οικογένεια του Θεού στον κόσμο. Δεν πρέπει να υπάρχει κανείς σε αυτή την οικογένεια, που να υποφέρει από έλλειψη ειδών πρώτης ανάγκης. Ταυτόχρονα, όμως, η αγάπη ξεφεύγει από τα όρια της Εκκλησίας, αφού η παραβολή του καλού Σαμαρείτη επιβάλλει το αίσθημα της αγάπης να στρέφεται προς τον εμπερίστατο που συναντάται «τυχαία», όποιος κι αν είναι αυτός.

Η Ευαγγελική παραβολή, λοιπόν, πρέπει να μας οδηγήσει στο να ταυτίσουμε την νοοτροπία μας με την λογική του Χριστού, που είναι η λογική της φιλανθρωπίας: ο Θεός είναι αγάπη και το να Τον λατρεύουμε σημαίνει να υπηρετούμε τους αδελφούς μας, με ειλικρινή και γενναιόδωρη αγάπη. Αυτή είναι η καθολικότητα της αγάπης που κατευθύνεται προς τους εμπερίστατους που συναντώνται «τυχαία» στην ζωή μας, όποιοι κι αν είναι αυτοί. Παράλληλα με αυτόν τον καθολικό «νόμο», υπάρχει και μία ειδική εκκλησιαστική απαίτηση: Εντός της Εκκλησίας, αυτής της μεγάλης οικογένειας, κανένα μέλος δεν πρέπει να υποφέρει. Έτσι, η καρδία του χριστιανού γίνεται μία καρδιά που βλέπει όπου υπάρχει ανάγκη για αγάπη και ενεργεί ανάλογα.

ΕΚ ΤΗΣ ΙΕΡΑΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΕΩΣ Φ. Ν. Θ., αρχιμανδρίτης Ευάγγελος Υφαντίδης

ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ