Στη ευαγγελική περικοπή της Κυριακής, ο Χριστός παρουσιάζεται ως ελευθερωτής των ανθρώπων από τις δαιμονικές δυνάμεις που τον κρατούν αιχμάλωτο, που τον δυναστεύουν και τον εξουσιάζουν.

Σ᾿ αυτὴ την προσφορὰ της ελευθερίας βλέπουμε δύο τρόπους ανταπόκρισης των ανθρώπων· η μία εκπροσωπείται απὸ τον δαιμονισμένο που θεραπεύτηκε, η άλλη απὸ τους κατοίκους της περιοχής στην οποία έγινε το θαύμα. Ο πρώτος μετὰ τη θεραπεία καθόταν «ιματισμένος και σωφρονών» δίπλα στον Χριστὸ κι επιθυμούσε να τον ακολουθήσει, ενώ οι άλλοι, μόλις είδαν τον θεραπευμένο κι έμαθαν τα σχετικὰ με το θαύμα, φοβήθηκαν και ζήτησαν απὸ τον Χριστὸ ν᾿ απομακρυνθεί απὸ τον τόπο τους. Το ίδιο το γεγονός, ένα μεγάλο θαύμα του Χριστού που έδειχνε τη δύναμή του και την αγάπη του για τον άνθρωπο, δημιούργησε διαφορετικὰ αποτελέσματα.

Αυτὴ η διαφορὰ των αντιδράσεων μάς επισημαίνει ορισμένες βασικὲς αλήθειες. Μας δείχνει ότι ο άνθρωπος είναι το πιο θαυμαστὸ, αλλὰ και το πιο αντιφατικὸ, μέσα στην πτώση του, πλάσμα του Θεού. Δείχνει, επίσης, ότι κάθε άνθρωπος είναι μοναδικὸς κι ανεπανάληπτος και ελεύθερος στις επιλογές του. Οι κάτοικοι της περιοχής ζητούν την απομάκρυνση του ευεργέτη, γιατὶ τους κυρίεψε ο φόβος. Ο «φόβος» τους, για τον οποίο ομιλεί ο Ευαγγελιστὴς, δεν είναι το δέος και η συντριβὴ μπροστὰ στη δύναμη του θείου, που είναι η αρχὴ της αναγνώρισης και της προσκύνησής του, αλλὰ ο τρόμος, μήπως η παρουσία του Ιησού τους οδηγήσει στη στέρηση των υλικών αγαθών, τα οποία δεν θέλουν να χάσουν. Τυφλοὶ ως προς το πνευματικό τους συμφέρον, απορρίπτουν την ελευθερία, προτιμώντας να μείνουν δούλοι. Πολλὲς φορὲς, οι άνθρωποι δεν βλέπουν καθαρά, δεν διακρίνουν το σωστό, χάνουν τα μεγάλα για να κερδίσουν τα μικρά, διώχνουν τον Σωτήρα, για να ζήσουν πιο άνετα. Κι όμως, εδώ βρίσκεται η τραγικὴ ειρωνεία· παραμένουν κλεισμένοι στα δεσμὰ απὸ τα οποία θέλει να τους λυτρώσει ο Χριστὸς.

Δεν βλέπουν τα θαύματα της θείας αγάπης με τα οποία είναι γεμάτος ο κόσμος. Σκέπτονται ψυχρά και εγκεφαλικά. Εκείνο, όμως, που μεταβάλλει ριζικὰ τον άνθρωπο, δεν είναι η ψυχρὴ λογικὴ και το στενὰ και υλικὰ εννοούμενο συμφέρον, αλλὰ η συνάντηση με τον Χριστὸ μέσα στο χώρο του βιώματος, ο διάλογος μ᾿ Αυτὸν, η αναγνώρισή του ως ελευθερωτή. Η πίστη είναι δωρεὰ του Θεού, αλλὰ και αρετή. Σπέρνεται απὸ τον Θεό, αλλὰ για να καρπίσει χρειάζεται τη θετικὴ ανταπόκριση της ελευθερίας μας. Η πίστη δεν εκβιάζει, ελευθερώνει όμως και θεραπεύει, απαλλάσει απὸ την αιχμαλωσία στο διάβολο και την ύλη. Ο Θεὸς έσπειρε την πίστη στον πρώην δαιμονισμένο με το να τον απαλλάξει απὸ την κυριαρχία των δαιμόνων. Η επιθυμία να μείνει κοντά στον Χριστό, όπως ο θεραπευμένος της περικοπής, επειδή ένιωσε την ελευθερία που προσφέρεται απ’ Αυτόν ως δώρο, είναι η κατεύθυνση, προς τη σωτηρία, ενώ η εκδίωξη του Χριστού χάρη κάποιου άλλου συμφέροντος, κατά το πρότυπο των Γαδαρηνών, είναι η κατεύθυνση προς την απώλεια. Είναι δύο δυνατές τοποθετήσεις των ανθρώπων απέναντι στη θεία δωρεά της ελευθερίας. Η πρώτη μπορεί να σημαίνει τη σωτηρία του, η δεύτερη την καταστροφή του.

ΕΚ ΤΗΣ ΙΕΡΑΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΕΩΣ Φ.Ν.Θ.

Πρεσβύτερος Φίλιππος Απότας

ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ