Η εικόνα ενός ανθρώπου που ζητιανεύει, είναι κοινή από αρχαιοτάτων χρόνων. Από τότε που υπάρχει πολιτισμός και από τότε που γνωρίζουμε ότι υπάρχουν πολιτισμένες χώρες, όσο κι αν συζητάμε για το τι είναι πολιτισμός, πάντα η ζητιανιά, η επαιτεία ήταν κάτι υπαρκτό. Ο ευαγγελιστής Λουκάς, δεν μας δίνει το όνομα του ζητιάνου της συγκεκριμένης ευαγγελικής περικοπής, παρά μόνο περιγράφει απλά την κατάστασή του, η οποία δεν διαφέρει σε τίποτα από τον οποιοδήποτε τυφλό άνθρωπο, που εξ αιτίας της αναπηρίας του, ειδικά για την εποχή του Χριστού, δεν μπορεί να εργαστεί σε κανέναν επαγγελματικό τομέα. Επομένως, η επαιτεία για τον συγκεκριμένο, όπως και για τον οποιοδήποτε τυφλό άνθρωπο εκείνης της εποχής είναι μονόδρομος. Ο Λουκάς εξ αιτίας της ιατρικής του ιδιότητας, δείχνει ιδιαίτερο ενδιαφέρον στα άτομα με αναπηρία. Ίσως είναι ο μοναδικός από τους τέσσερεις ευαγγελιστές, ο οποίος παρουσιάζει τις περισσότερες θεραπείες ανθρώπων μετά από θεϊκή παρέμβαση. Δεν σχολιάζει το πώς και γιατί έγιναν, αλλά τις καταγράφει έτσι όπως ακριβώς έγιναν, υποδεικνύοντας κατά αυτό τον τρόπο το «ανεξήγητο» σύμφωνα με την ιατρική του επιστήμη, αλλά καταδεικνύοντας συγχρόνως και την θεϊκή δύναμη του Θεανθρώπου.
Ο τυφλός ζητιάνος της ευαγγελικής περικοπής αντιλαμβάνεται ότι κάτι διαφορετικό έχει η ημέρα. Δεν είναι όπως οι υπόλοιπες ημέρες. Έχοντας ανεπτυγμένες τις υπόλοιπες αισθήσεις του από την κίνηση και τα βήματα των ανθρώπων, την οχλαγωγία και τις συζητήσεις, αρχίζει να ρωτάει τους περαστικούς το τι ακριβώς συμβαίνει. Πρόκειται να περάσει από τον πολυσύχναστο δρόμο που ζητιανεύει ο ίδιος ο Χριστός. Αν στα χείλη του επαναλαμβανόταν η φράση «ελεήστε τον φτωχό», ή «ελεήστε στον τυφλό», ή ο συνδυασμός και των δύο φράσεων, αλλάζει αμέσως την μονολογία του και για πρώτη φορά επαναλαμβάνει κάτι που ποτέ του μέχρι στιγμής δεν είχε ξεστομίσει σε όλες τις ημέρες της επαιτείας του. «Ιησού Υιέ Δαυίδ, ελέησόν με». Κι αν ακόμα τον επιτιμά ο κόσμος να σιωπήσει, εκείνος με περισσότερη δύναμη φωνάζει και κραυγάζει το «ελέησόν με». Άραγε, ποια είναι η κατάλληλη στιγμή όπου θα περάσει από εκεί κοντά ο Θεάνθρωπος; Άραγε, θα τον ακούσει; Άραγε, θα τον προσέξει; Θα του δώσει σημασία; Για τον τυφλό ζητιάνο δεν είναι ο οποιοσδήποτε περαστικός. Δεν ζητιανεύει χρήματα, δεν ζητάει σπίτι, δεν θέλει δόξα και τιμή, δεν αναζητά ούτε καν φαγητό. Και τότε ζητάει ο Χριστός να τον πάνε κοντά Του και γίνεται το θαύμα της ανάβλεψής του, γιατί η πίστη του τον έχει σώσει. Γιατί είδε με τους πνευματικούς οφθαλμούς πριν δει με τους σαρκικούς. Γιατί, η φράση που επαναλάμβανε με όλη την δύναμη της ψυχής του, ουσιαστικά παραδεχόταν τον Χριστό ως Θεάνθρωπο. Γιατί συγχρόνως έγινε κήρυκας του Ευαγγελίου πριν από τους ίδιους τους μαθητές και αποστόλους. Γιατί, έγινε διδάσκαλος της νοερής προσευχής πριν από τους μεγάλους ασκητές της ερήμου, οι οποίοι όλη τους την ζωή προσπαθούν να κάνουν βίωμα το «Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με». Γιατί, τόλμησε να παραδεχτεί αυτό που οι υπόλοιποι αμφισβητούσαν. Γιατί, δεν ήθελε να δοκιμάσει την προαίρεση του Θεού, επειδή θεωρούσε δεδομένο ότι ο Θεός είναι εκεί παρόν και θα τον ακούσει. Όλοι οι άνθρωποι ζητιανεύουμε πράγματα που δεν μας ωφελούν. Ας ζητιανέψουμε λίγο την Χάρη του Θεού και θα δοκιμάσουμε πλουσιοπάροχα και απλόχερα όλα τα αγαθά Του.
ΕΚ ΤΗΣ ΙΕΡΑΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΕΩΣ Φ.Ν.Θ. αρχιμανδρίτης Χερουβίμ Γούπας