Καθημερινά συναντούμε ανθρώπους (ίσως να είμαστε και οι ίδιοι χωρίς να το γνωρίζουμε), οι οποίοι, θαμπωμένοι από τα υλικά αγαθά, θεωρούν πως εάν συγκεντρώσουν όσο το δυνατό περισσότερα, θα ζήσουν ευτυχισμένοι. Επηρεασμένοι, συνήθως χωρίς να το έχουν συνειδητοποιήσει, από τις εύκολες θεωρίες του υλισμού, σύμφωνα με τις οποίες ο άνθρωπος είναι μόνο σώμα με βιολογικές ανάγκες, χωρίς αθάνατη ψυχή, φτάνουν σε εκείνο το σημείο, το οποίο ο Ντοστογιέφσκι στο έργο του «Αδελφοί Καραμαζόβ», θα επισημάνει: «Εφόσον δεν υπάρχει Θεός, δεν υπάρχει ηθική, τότε όλα επιτρέπονται». Δεν λογαριάζουν, όμως, πως τα χρόνια που θα ζήσουν δεν εξαρτώνται από τους ίδιους, αλλά από τον Παντοδύναμο Θεό, που τους χάρισε την ζωή. Δεν σκέπτονται τον θάνατο, θεωρώντας συχνά πως με το χρήμα μπορούν να τον απομακρύνουν. Κάποτε, όμως, όλα τα επίγεια αγαθά που έχει στην διάθεσή του ο άνθρωπος και οι απολαύσεις τελειώνουν. Και ακούν τότε την φωνή του Κυρίου να ενώνεται με την φωνή της συνείδησής τους και να τους λέει: «Άφρονα, αυτή την νύκτα απαιτούν την ψυχή σου από εσένα. Και αυτά που ετοίμασες, ποιανού θα είναι;».
Στην νεκρώσιμη Ακολουθία, με την οποία αιώνες τώρα η Ορθόδοξη Εκκλησία αφενός μεν αποχαιρετά τους πιστούς, αφετέρου δε διδάσκει αυτούς που παρευρίσκονται και προσεύχονται, έχουν ενταχθεί τα περίφημα Ιδιόμελα, ύμνοι σπάνιας ομορφιάς και περιεχομένου, τα οποία συνέταξε ο μεγάλος Πατέρας της Εκκλησίας μας, Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός. Σε αυτά διαβάζουμε σχετικά με τον θάνατο και τις ανθρώπινες απολαύσεις: «Ποια απόλαυση της ζωής βρίσκεται αμέτοχη λύπης; Ποια δόξα γήινη μένει σταθερή και αμετάθετη; Όλα είναι ασθενέστερα από την σκιά και απατηλότερα από το όνειρο, μια στιγμή και όλα τα διαδέχεται ο θάνατος». Και αλλού: «Όλα τα ανθρώπινα πράγματα είναι παροδικά και δεν υπάρχουν μετά τον θάνατο, ούτε τα πλούτη παραμένουν, ούτε η δόξα μας συνοδεύει. Γιατί, όταν έρχεται ο θάνατος, όλα αυτά θα εξαφανιστούν». Και επίσης: «Θυμήθηκα τα λόγια του Προφήτη, που έλεγε ότι εγώ είμαι χώμα και στάχτη και πήγα με το νου μου στα μνήματα και είδα τα άσαρκα οστά και είπα. Άρα ποιος είναι (ο νεκρός) βασιλιάς, ή στρατιώτης; Πλούσιος, ή πτωχός; Δίκαιος, ή αμαρτωλός;».
Απέναντι στην προπαγάνδα του υλισμού, η Ορθόδοξη Εκκλησία αντιτάσσει τα έργα της αγάπης και της εξυπηρέτησης του πλησίον, στο πρόσωπο του οποίου βλέπει, σύμφωνα με την διδασκαλία των Αγίων Πατέρων της, το ίδιο το πρόσωπο του Θεού. Εκκλησιαστικά ιδρύματα, νοσοκομεία, γηροκομεία, κέντρα νεότητας κ.ά., αλλά και ευεργέτες, δωρητές, επώνυμοι και ανώνυμοι, αγωνίζονται να προσφέρουν υλική και ηθική βοήθεια στην κοινωνία. Ο Χριστός μας διαβεβαιώνει πως φτάνει και το δίλεπτο της χήρας, όταν αυτό προσφέρεται με αγάπη. Φτάνει και ένα ποτήρι γάλα, ή ένα ποτήρι δροσερό νερό, ή ακόμα και ένα χαμόγελο ειλικρινές, μία «καλημέρα» και ένα απλό ενδιαφέρον για τον διπλανό μας! Και η χαρά την οποία αισθάνεται ο άνθρωπος ο οποίος δίνει απλόχερα, είναι μεγάλη, μοναδική και ολοκληρωτική. Τέτοια χαρά δεν νοιώθει ο πλούσιος πλεονέκτης, ο οποίος την αναζητά στην ματαιότητα: ίσως να ζει μία προσωρινή χαρά διασκεδάζοντας με τα πλούτη του, όμως κατά βάθος η ψυχή του παραμένει κενή από ηρεμία, γαλήνη και πραότητα. Αισθήματα τα οποία μόνο η ανόθευτη και ειλικρινής έμπρακτη χριστιανική αγάπη μπορεί να χαρίσει στον άνθρωπο.
ΕΚ ΤΗΣ ΙΕΡΑΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΕΩΣ Φ.Ν.Θ., αρχιμανδρίτης Ευάγγελος Υφαντίδης