Αν θεωρήσουμε ότι το “στοίχημα” της συμπαραγωγής του Εθνικού Θεάτρου, του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδας και του Εθνικού Οργανισμού Κύπρου, στην παράσταση “Αντιγόνη” που περιοδεύει στην Ελλάδα και στην Κύπρο, είναι η συνύπαρξη επί σκηνής τριών γενεών ηθοποιών, θα υποστηρίζαμε πως το εγχείρημα πέτυχε. Αυτό το “πάντρεμα” νεότερων και παλιότερων ηθοποιών, υπό την σκηνοθετική καθοδήγηση του Στάθη Λιβαθυνού, νομίζουμε πως έδωσε ενδιαφέρον σε μία ιστορία, που έχει παιχτεί πολλές φορές, κάθε καλοκαίρι, στα ανοιχτά θέατρα της χώρας, αλλά και στο εξωτερικό. Η τραγωδία του Σοφοκλή, “Αντιγόνη”, μεγάλωσε γενιές ηθοποιών και θεατών όλα αυτά τα χρόνια. Αναμφίβολα είναι η κλασικότερη τραγωδία του “ρεπερτορίου” του αρχαίου ελληνικού δράματος.
Η “πρόταση” των τριών μεγάλων θεατρικών οργανισμών συνδυάζει το κλασικό και το “φρέσκο”. Προσοχή, όμως, το “φρέσκο” και όχι το μοντέρνο. Την “φρεσκάδα” στην παράσταση προσφέρει η νέα γενιά ηθοποιών. Είναι, πραγματικά, ευχάριστο να δίνονται ευκαιρίες στους νέους ανθρώπους, που έχουν ταλέντο και όρεξη, αλλά κυρίως, που σέβονται την “βαριά κληρονομιά” των κειμένων και των παλιότερων ηθοποιών που υποδύθηκαν τους ρόλους αυτούς. Θα μπορούσαν οι παραγωγοί και ο σκηνοθέτης, να επιλέξουν για τους πρωταγωνιστικούς ρόλους ονόματα “κράχτες”, για να προσελκύσουν περισσότερους θεατές και να γεμίσουν το ταμείο κάθε θεάτρου και φεστιβάλ. Η επιλογή δύο νεαρών κοριτσιών στους ρόλους της Αντιγόνης και της Ισμήνης φαίνεται ως ρίσκο, αλλά προσέδωσε μία “άλλη δυναμική” στην παράσταση.
Στους υπόλοιπους ρόλους, βεβαίως, υπάρχει η “υποστήριξη” και η “καθοδήγηση” από την εμπειρία. Ο Δημήτρης Λιγνάδης, στον ρόλο του αυταρχικού βασιλιά της Θήβας, Κρέοντα, ήταν διαφορετικός από τον Νικήτα Τσακίρογλου, στον ίδιο ρόλο, που παρακολουθήσαμε στο ίδιο έργο τον περασμένο Ιούλιο, στο αρχαίο θέατρο Φιλίππων. Η διαφορετικότητα στην ερμηνεία, έγκειται στις διαφορετικές γενιές που ανήκουν οι δύο πολύ καλοί ηθοποιοί, χωρίς αυτό να σημαίνει πως μας άρεσε περισσότερο η απόδοση του ενός, ή του άλλου. Και οι δύο ήταν εξίσου ικανοποιητικές.
Πιο έμπειροι ηθοποιοί απάρτιζαν τον “Χορό” των Θηβαίων πολιτών, γιατί έτσι ταίριαζε στο έργο, ενώ υπήρχε και ένας δεύτερος Χορός, από νεαρά κορίτσια, που είχε πιο διακριτική παρουσία. Η απουσία του γνωστού, στερεότυπου, Χορού στις αρχαίες τραγωδίες έλλειπε στη συγκεκριμένη παράσταση κι αυτό δεν μας ενόχλησε καθόλου. Όπως και οι “μουσικές νότες”, από τα τρία πνευστά όργανα (τρομπόνι, κλαρινέτο, κόρνο), που έπαιξαν ζωντανά ισάριθμοι μουσικοί.
Το σκηνικό λιτό, με μερικά ξύλινα παγκάκια και στο μέσο μία ξύλινη εξέδρα, σαν εκείνες πάνω στις οποίες εκτελούνταν οι ποινές θανάτου δια απαγχονισμού, που όμως η κούνια της έδινε μία “πινελιά” ανεμελιάς.
Το σημαντικότερο, κατά την άποψη μας, ήταν, ότι το κοίλο του αρχαίου θεάτρου Φιλίππων, το βράδυ του Σαββάτου 6 Αυγούστου 2016, ήταν σχεδόν γεμάτο (σ.σ. τα 2/3 σίγουρα) από θεατές που χειροκρότησαν τους συντελεστές της παράστασης μετά το φινάλε.