Τον Μάιο του 2023, άρχισε η υλοποίηση του έργου με τίτλο: «Παρακολούθηση της βιοποικιλότητας και χαρακτηρισμός του μιτοχονδριακού γονιδιώματος του κρισίμως κινδυνεύοντος είδους Γκαβόχελου Caspiomyzon hellenicus στα τενάγη Φιλίππων-BIOLAMPREY», με επιστημονικά υπεύθυνη την Δρ. Χρυσούλα Γκουμπίλη, κύρια ερευνήτρια του Ινστιτούτου Αλιευτικής Έρευνας του Ελληνικού Γεωργικού Οργανισμού-Δήμητρα. Όπως αναφέρει δελτίο Τύπου, η ομάδα έργου απαρτίζεται από τους: Δρ. Αργύρη Σαπουνίδη, Παναγιώτα Ξανθοπούλου, Παρασκευή Παπαδοπούλου, Γεωργία Καλανταρίδου, Φώτη Αράπογλου, Άρη Χριστίδη, Στέλιο Τριανταφυλλίδη. Ο στόχος του έργου, ήταν η μελέτη της κατανομής του Γκαβόχελου, ενός σπάνιου και ενδημικού είδους, στην περιοχή των ρεόντων υδάτων των τεναγών Φιλίππων, χρησιμοποιώντας τόσο καινοτόμες μεθόδους παρακολούθησης της ιχθυοπανίδας, όπως η ανάλυση του περιβαλλοντικού DNA (eDNA), όσο και παραδοσιακές, όπως η ηλεκτραλιεία. Για την χαρτογράφηση της βιοποικιλότητας με την χρήση eDNA, αξιοποιούνται τα ίχνη κυττάρων που αφήνουν οι διάφοροι οργανισμοί στην στήλη του νερού, χωρίς να είναι αναγκαίος ο χειρισμός των ίδιων το ψαριών, καθιστώντας την μέθοδο ελάχιστα επεμβατική για το τοπικό οικοσύστημα και τα ψάρια.
Τενάγη Φιλίππων
Τα τενάγη Φιλίππων βρίσκονται στην Ανατολική Μακεδονία, ιστορικά αποτελούσαν ένα από τα μεγαλύτερα συστήματα βάλτων και υγροτόπων στην Ελλάδα. Αποτελεί μία από τις πιο παραγωγικές γεωργικές εκτάσεις στην Ελλάδα. Στην πεδιάδα ρέει ένας μεγάλος αριθμός ποταμών και ρεμάτων, όπως ο ποταμός Αγγίτης, ο χείμαρρος Δοξάτου, οι πηγές Κεφαλαρίου, κ.ά. Τα ρέοντα αυτά ύδατα καταλήγουν στον ποταμό Αγγίτη, δημιουργώντας ποικιλόμορφα ενδιαιτήματα. Στα υδάτινα αυτά οικοσυστήματα φιλοξενούνται περίπου 20 είδη ψαριών, μεταξύ των οποίων εμπορικά είδη, όπως το Γριβάδι (Cyprinus carpio), ο Γουλιανός (Silurus glanis) και η Τούρνα (Essox lucius), αλλά και δύο σπάνια ενδημικά είδη, ο Αμμόκοιτος, ή Γκαβόχελο (Caspiomyzon hellenicus) και η Γραμμοβελονίτσα (Cobitis punctilineata).
Είδος στόχος-Γκαβόχελο
Το Γκαβόχελο ανήκει στις λάμπραινες (lampreys), μία αρχαία ομάδα σπονδυλωτών γνωστή ως κυκλόστομοι (Cyclostomidae), η οποία έχει επιβιώσει για τουλάχιστον 360 εκατομμύρια έτη. Το Γκαβόχελο χαρακτηρίζεται ως κρισίμως κινδυνεύον από το «κόκκινο βιβλίο των απειλούμενων ζώων» της Ελλάδας και την IUCN (κόκκινη λίστα των απειλούμενων ειδών), ενώ περιλαμβάνεται και στο παράρτημα ΙΙ της Οδηγίας των Οικοτόπων και της σύμβασης της Βέρνης. Για την υλοποίηση πραγματοποιήθηκαν 30 δειγματοληψίες νερού/eDNA και 11 δειγματοληψίες ιχθυοπανίδας με την χρήση φορητής συσκευής ηλεκτραλιείας (τύπου Hans Grassl ELT60IIHI), σύμφωνα με το πρωτόκολλο της Ευρωπαϊκής Ένωσης CEN 2003. Κατά την διενέργεια των δειγματοληψιών ιχθυοπανίδας, τα ψάρια αναγνωρίστηκαν σε επίπεδο είδους, καταγράφηκε το ολικό μήκος (Τotal Length) και η αφθονία τους. Στην συνέχεια, απελευθερώθηκαν στο φυσικό περιβάλλον τους. Συνολικά, καταγράφηκαν 17 είδη ιχθυοπανίδας στην περιοχή, ωστόσο, μέσω της ανάλυσης του eDNA, παρατηρήθηκαν περισσότερες καταγραφές ειδών στους κοινούς σταθμούς. Η παρουσία του ενδημικού Γκαβόχελου επιβεβαιώθηκε στην περιοχή του ποταμού Αγγίτη σε δύο κοντινούς σταθμούς δειγματοληψίας σε πολύ μικρή αφθονία. Επιπλέον, μέσω της ανάλυσης eDNA εντοπίστηκε στις πηγές Κεφαλαρίου. Οι πηγές Κεφαλαρίου αποτελούν ιστορική περιοχή κατανομής του Γκαβόχελου, για το οποίο υπάρχουν δεδομένα από παλαιότερες μελέτες, αλλά δυστυχώς δεν υπάρχει καταγραφή ατόμων τα τελευταία 10 έτη.
Επιπρόσθετα, εντοπίστηκαν και τα δύο απειλούμενα είδη της περιοχής, η Γραμμοβελονίτσα (Cobitis punctilineata) και ο Κοκκινόγαστρος (Phoxinus strymonicus), στο 80% της περιοχής. Συνολικά, κυρίαρχα είδη στην περιοχή αποτέλεσαν η Μπριάνα του Στρυμόνα (Barbus strumicae) και ο Ποταμοκέφαλος της Θράκης (Squalius orpheus), τα οποία ανιχνεύθηκαν σε όλους τους σταθμούς. Τέλος, επιβεβαιώθηκε η εκτεταμένη εξάπλωση των εισβολικών (Ψευδορασμπόρα-Pseudorasbora parva, Κουνουπόψαρο-Gambusia holbrooki και Ηλιόψαρο-Lepomis gibossus) και αλλότοπων ειδών ψαριών (Λουρογωβιός-Economidichthys pygmaeus και Σίρκο-Alburnus alburnus) στην περιοχή.
Συμπερασματικά, με την ανάλυση του eDNA από περιβαλλοντικά δείγματα, μπορούν να ανιχνευθούν ενδημικά, απειλούμενα και εισβολικά είδη, επεκτείνοντας την γνώση για το εύρος της κατανομής τους και παρέχοντας πολύτιμα δεδομένα για την διαχείρισή τους. Επίσης, για την ολοκληρωμένη μελέτη της κατανομής των ψαριών των εσωτερικών υδάτων, είναι αναγκαίος ο συνδυασμός των δύο μεθόδων, με στόχο την βελτιστοποίηση των αποτελεσμάτων και της προσπάθειας διατήρησης απειλούμενων ειδών με την εφαρμογή κατάλληλων μέτρων διαχείρισης. Το έργο υποστηρίχθηκε από τον Οργανισμό Φυσικού Περιβάλλοντος και Κλιματικής Αλλαγής (Ο.ΦΥ.ΠΕ.Κ.Α.), στο πλαίσιο της προκήρυξης «Δράσεις προστασίας, διατήρησης και ανάδειξης της βιοποικιλότητας. Μελέτες πεδίου ενδημικών, απειλούμενων και εθνικής σημασίας ειδών της Ελλάδας».