«DYBBUK»  στο «Μπενσουσάν Χαν» – ΚΡΙΤΙΚΗ

0

Παράσταση  στο  επιβλητικό   σπίτι  του Εβραίου  Μπενσουσάν  της  οδού  Εδέσσης  στη  Θεσσαλονίκη, που  ήταν  καλός   άνθρωπος, όμως,  είχε κακή  τύχη.  Τον  «καρφώσανε»  τον  δόλιο   τον  Μπενσουσάν  οι δοσίλογοι, τον μαζέψανε  μαζί  με τη φαμίλια του οι γερμανοί, οι Αμπράους,  κι έμεινε  το αρχοντικό  εκεί  στα παλιά  άνω  Λαδάδικα,  να θυμίζει  εποχές  Σαλονικώτικης  βεγγέρας,  στις  μέρες  της  ευμάρειας  και  της  ανεμπόδιστης  συνάθροισης   ανθρώπων  και  άνθισης  ερώτων.

Βρέθηκα στην  είσοδο  του  κτιρίου,  μαζί  με άλλους θεατρόφιλους  θεσσαλονικείς, περιμένοντας την έναρξη  του έργου του  Σαλόμ  ΄Ανσκι   “Dybbuk”, που σημαίνει «δαιμόνιο» και  που  ο Μιχάλης  Συριόπουλος   διασκεύασε σε  θεατρικό  δρώμενο  και το σκηνοθέτησε, ενώ  κράτησε  για  τον  εαυτό  του  τον ρόλο  του αφηγητή.  Όταν το  ετερόκλητο  πλήθος άρχισε  ν’ αδημονεί, η  παράσταση  ξεκίνησε. Απ’  τον δρόμο. Μουσικοί ήχοι  από βιολί κι ανθρώπινες  φωνές  συνόδευαν  τον οικοδεσπότη-Συριόπουλο, που με τη σειρά του μύησε το σμάρι των ακίνητων ανθρώπων  στην εσωτερική, πλέον,  σκάλα, στην εβραϊκή  θρησκευτική  κουλτούρα.

«Σ’ ένα εβραϊκό χωριό της  Πολωνίας  του 1900 και ανάμεσα σε δύο  κόσμους, της ψυχής και της ύλης, της  δικαιοσύνης και  της  αδικίας, αιωρείται  ο  έρωτας  ενός  άντρα και μιας γυναίκας, του  Χανάν και της  Λέα. Όταν όμως, ο πατέρας της  Λέα  αποφασίζει να την παντρέψει μ’ έναν πλούσιο γαμπρό, ο Χανάν πεθαίνει από τη λύπη του. Η ένωση τους, ωστόσο, θα είναι αναπόφευκτη. Ο  Χανάν  παραβιάζοντας τους νόμους  που χωρίζουν τους ζωντανούς  από  τους  νεκρούς, θα μπει ως Ντιμπούκ στο σώμα  της  αγαπημένης του».

Υπό την επίδραση   θρησκευτικών  δοξασιών –  οι οποίες  έχουν  δυνητικά  οδυνηρές  συνέπιες  στον εβραϊκό  πληθυσμό – και  μέσα  από  την μελέτη του Ταλμούδ  και  του ραβινικού δικαίου, επιχειρείται  σε όλο  το δρώμενο  να  αποδοθούν   τα «του Καίσαρος τω Καίσαρι», έστω κι  αν  οι ανατροπές   μέχρι  τον καθαρμό της ψυχής  είναι  βασανιστικές, ενώ  η αλληγορία  στη  σκηνική  απόδοση  φτάνει  άμεσα  στους πεπαιδευμένους  θεατές, σ’ αυτούς που έχουν  βαδίσει   αρκετά  μέτρα   πέρα  από  το  συμβατικό θέατρο.

Θα προσπεράσω  το δόγμα  και  την εβραϊκή  κουλτούρα, έστω κι αν  τα πάντα στροβιλίζονται  μέσα  σ’  αυτήν  και  θα μείνω  στο «δια ταύτα»   της  επιλογής  αυτού  του κειμένου, όπως    και  της  συνολικής  προσπάθειας  της  ομάδας  να  υπηρετήσει  την  τέχνη του  θεάτρου.  Ο έρωτας, λοιπόν,   δικαιώνεται  μέσα  από δοκιμασίες.   Κάθε φορά που  ο έρωτας  λαβώνει,   πρέπει  να  ξαναπαίξουμε   τη  «σκηνή των  δύο».   Στον καθρέφτη.   Να βρούμε τους όρους  μιας  νέας  δήλωσης. Εισαγωγικά  δεδηλωμένος, ο έρωτας πρέπει να «ξανα- δηλωθεί». Και γι αυτόν  τον   λόγο   αποτελεί  αιτία  βίαιων  υπαρξιακών  κρίσεων. Όπως  κάθε  διαδικασία αλήθειας.  Απ  ‘ αυτήν  την άποψη η εγγύτητα ανάμεσα στη δοξασία  και τον έρωτα  είναι εκπληκτική.

Το  είδαμε, το νιώσαμε,  όσοι  θέλαμε  αυτό  να  «πάρουμε»,  στα  δωμάτια  του  Μπενσουσάν Χαν, όπου  το «παραμύθι»  ήθελε την ψυχή που «έφυγε» νωρίς  και άδικα, να επιστρέφει ξανά και ξανά,  μέχρι  να δικαιωθεί.  «Οι δίκαιοι άνθρωποι είναι ευτυχισμένοι μόνο όταν παραδίδουν τη ψυχή τους καθαρή. Όταν την επαναφέρουν στην αρχική φωτεινή πηγή της, αφού την απαλλάξουν από τους ρύπους της αμαρτίας. Δεν είναι εύκολο. Η αμαρτία στο κατώφλι καραδοκεί. Όταν μια ψυχή ξαναβρίσκει την αγνότητα της, την αντικαθιστά μια άλλη ψυχή, που ακόμα βασανίζεται από την αμαρτία. Μια γενιά μεταμελείται και η επόμενη είναι χειρότερο», κλείνει το σημείωμά του ο σκηνοθέτης, ο οποίος  φρόντισε να προσδώσει εικαστική ομορφιά  στα  τέσσερα δωμάτια  της  δράσης, ενώ την  έντυσε με ζωντανή  μουσική, αφού  το βιολί  ήταν  συμπρωταγωνιστής, αλλά  η  απόδοση των χαρακτήρων  βρήκε δυσκολίες   στην  ανομοιογένεια του θιάσου (εμφανώς   πολύ  μπροστά  ο Μιχάλης Συριόπουλος). Αυτό  το  καμπουριαστό  περπάτημα σε όλη  τη διάρκεια,   που επέβαλε   ο  σκηνοθέτης-πρωταγωνιστής   στους  υπερήλικες  Εβραίους  και  στην ώριμη  γυναίκα  και  στον Ραβίνο που  υποδύθηκε  ο ίδιος, ήταν  σχεδόν ενοχλητικό. Μπορούσαν θαυμάσια  να ήσαν όλοι τους όρθιοι. Δεν είναι,  κατ’ ανάγκη, οι ηλικιωμένοι  άνθρωποι  σκυφτοί. Το  μείον, όμως,  ήταν η απουσία  ποιητικών  εικόνων. Πιθανώς  ηθελημένα,  λόγω θρησκευτικού περιτυλίγματος, αλλά θα μπορούσε ν’ αδιαφορήσουν οι συντελεστές  –κατά κάποιον τρόπο- το σεπτό της δοξασίας και να «γεννηθεί» ποίηση μέσα από ενσταντανέ εμπνευσμένα από την αγάπη, τον   έρωτα ή  την  προδοσία. Δε έγινε.

Ωστόσο,  επρόκειτο για  μια  ιδιαίτερη  παράσταση  με  ενδιαφέροντα στοιχεία και  ξεχωριστή  ατμόσφαιρα, εφόσον το επιβλητικό  οίκημα   που  τη φιλοξένησε  τύλιξε με  τη δική του αύρα  την  όλη   προσπάθεια.

Συντελεστές: Συγγραφέας: Σάλομ  Άνσκι
Διασκευή-Σκηνοθεσία: Μιχάλης Συριόπουλος
Βοηθός Σκηνοθέτη: Κατερίνα  Γραμμενίδου
Φωτογραφίες: Νίκος  Μανωλάκος
Πρωταγωνιστούν (αλφαβητικά):Κατερίνα Γραμμενίδου, Τίνα Ευρενίδου, Ηλίας Μπερμπέρης, Στέλιος Ντοκούζ, Μιχάλης Συριόπουλος, Δόμνα Χουρναζίδου
Στο  βιολί ο Αντώνης Γραμμενόπουλος
Υπό την καθοδήγηση της κ. Νέλλης Αρούχ και τη βοήθεια της ισραηλιτικής κοινότητας.

ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ