Αιώνες πριν, ο μεγάλος προφήτης Ησαΐας, αναφερόμενος στην πνευματική κατάσταση του λαού του και προβλέποντας την έλευση του Μεσσία, προφήτευσε και είπε: «ο λαός που κάθεται στο σκοτάδι είδε φως μέγα και για όσους μένουν στη χώρα που τη σκιάζει ο θάνατος φως ανέτειλε γι’ αυτούς».
Όταν ήλθε το πλήρωμα του χρόνου, μέσα στο σχέδιο της Θείας Πρόνοιας, ο Χριστός σαρκώθηκε, ήλθε στη γη, έγινε άνθρωπος και ανέτειλε το Φως το αληθινό στη γη. Κατέβηκε από τον ουράνιο θρόνο Του Αυτός, που είναι το Φως του κόσμου, για να διαλύσει το έρεβος στις ψυχές των ανθρώπων. Και μία φωτεινή εποχή ανέτειλε για την ανθρωπότητα. Ο κόσμος που έως τότε ζούσε στο σκοτάδι της αθεΐας, της απιστίας, της αμαρτίας, της αμάθειας, της άγνοιας, είδε ξαφνικά να ανατέλλει ένα διαφορετικό φως, ένα φως ανέσπερο. Κι όταν ο Ιωάννης στον Ιορδάνη, υπακούοντας έντρομος στην προτροπή του Κυρίου, βάπτιζε τον αναμάρτητο, οι ουρανοί φωτίστηκαν και αποκάλυψαν τη φωτεινή δόξα του Θεού. Μέσα από τη θεοπτία των Θεοφανίων και την παρουσία της αγίας Τριάδος το θείο Φως διέλυσε τα σκοτάδια. Ο κόσμος ζώντας στο απόλυτο σκοτάδι και υπό τη σκιά του θανάτου, επιτέλους βλέπει το φως, θερμαίνεται η καρδιά του από το φως και ο νους του φωτίζεται.
«Φανερώθηκε, πλέον, η χάρις του Θεού, που είναι σωτήρια για τους ανθρώπους», μας λέγει στην προς Τίτο επιστολή του ο Απόστολος Παύλος και συνεχίζει: «αυτή η χάρις, μας διδάσκει και μας παιδαγωγεί να αρνηθούμε την ασέβεια και τις κοσμικές αμαρτωλές επιθυμίες και να ζήσουμε με σωφροσύνη και με δικαιοσύνη και με ευσέβεια» σε όλη τη διάρκεια της ζωής μας, παίρνοντας κουράγιο από την υπόσχεση που μας έχει δοθεί και «την μακαρία ελπίδα και την επιφάνεια της δόξης του μεγάλου Θεού και Σωτήρα μας Ιησού Χριστού». Τούτη η ελπίδα, η μακάρια προσδοκία πηγάζει από τη θεία Επιφάνεια στα Ιορδάνεια ρείθρα, τότε που η ακήρατος κεφαλή του Δεσπότου Χριστού κλείνει προς τον Ιωάννη τον Βαπτιστή, το Πνεύμα το Άγιο εν είδη περιστεράς κατέρχεται και η φωνή του Θεού Πατέρα μαρτυρεί πως Αυτός είναι ο Υιός Του ο αγαπητός.
Γι’ αυτό και ο Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός, μας προτρέπει ποιητικά μέσα από τον ιαμβικό κανόνα της εορτής: «ας ασπροφορέσει κάθε ανθρώπινη και κάθε γήινη φύση, γιατί μετά την έκπτωσή της από τους Ουρανούς, σήμερα μπορεί πάλι να ανέβει στο πρότερο ύψος της. Κι όχι μόνο γι’ αυτό, αλλά πρέπει να ασπροφορέσει και να χαίρεται κάθε πλάση ανθρώπινη, γιατί ο θείος Λόγος, την ανθρώπινη φύση την ξέπλυνε μέσα στα τρέχοντα ύδατα του Ιορδάνη και την καθάρισε απ’ όλα τα προηγούμενα της πταίσματα, την έκαμε να ξεφύγει από κάθε σκοτεινή σκιά αμαρτίας και την κατέστησε πάμφωτη και πεντακάθαρη».
Έτσι, ολόκληρη η λατρευτική μας ζωή γίνεται μία αναβάπτιση στα Ιορδάνεια ρείθρα, μία πορεία στην Επιφάνεια της θείας δόξας και μία έκφραση του θάμπους και της δοξολογικής έκρηξης της καρδιάς μας. Ο καθένας μας, αποσπασμένος από τον «κόσμο», κουβαλώντας τα άγχη, τους προβληματισμούς, τις επιτυχίες και τις αποτυχίες του, μεταφέρεται από τα καθημερινά στα αιώνια, από τα γήινα στα ουράνια, από τη φτώχια της ύπαρξης, στον πλούτο της Βασιλείας του Θεού. Η συναγμένη Εκκλησία, γεμάτη πόθο και δέος, υψώνει τα μάτια της ψυχής και του σώματος στον ουρανό, ατενίζει το «απειρέσιον κατά κύκλον, τρισσοφαούς θεότητος ομού σέλας», το άπειρο σε κύκλους μοναδικό φως της τριλαμπούς θεότητος και προσφέρει ως καρδιακό απόσταγμα και σαν θυμίαμα εύοσμο λατρείας, τον ολόψυχο ύμνο: «Είη το όνομα Κυρίου ευλογημένον από του νυν και έως τους αιώνας».
ΕΚ ΤΗΣ ΙΕΡΑΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΕΩΣ Φ.Ν.Θ.