Από την αρχή του αποστολικού αναγνώσματος της Κυριακής εμφαίνεται έντονα η ποιμαντική αγωνία του Παύλου για τα μέλη της Εκκλησίας της Κορίνθου, υπενθυμίζοντας την τήρηση και την εφαρμογή των επιταγών του Ευαγγελίου της ζωής και σωτηρίας, που σαρκώθηκε με την έλευση του Θεανθρώπου στον κόσμο της πτώσης και της φθοράς. Το Ευαγγέλιο είναι η απόλυτη φανέρωση του Θεού, η εν Χριστώ αποκάλυψη της αληθινής ζωής και η αποδοχή του θείου θελήματος.

Η διδασκαλία του Παύλου επιβεβαιώνει ότι, το Ευαγγέλιο έρχεται ως δώρο της αγάπης του Θεού προς τον άνθρωπο για την σωτηρία, διότι μέχρι τότε διακήρυτταν ότι επέρχεται μέσα από την τήρηση του νόμου (Ιουδαίοι της Κορίνθου). Με αυτό τον τρόπο, αμφισβητούσαν με τις θέσεις τους τη διδασκαλία του Παύλου περί σωτηρίας του ανθρώπου, που πηγάζει μέσα από τη βιωματική πίστη στο Χριστό.

Κέντρο του Ευαγγελίου είναι το παράδοξο Μυστήριο του Σταυρού, του Ζωηφόρου Τάφου και της κοσμοσωτηρίου Αναστάσεως του Κυρίου. Τα γεγονότα αυτά μαρτυρούν όσοι γεύθηκαν και έζησαν τη θεία ευεργεσία Του. Αυτό παρέλαβε και ο Παύλος, όπου με παρρησία και αγάπη προσκαλεί τα μέλη της Εκκλησίας να βρίσκονται σε εγρήγορση και να τηρήσουν όσα εκείνος παρέλαβε και τους δίδαξε, χωρίς παρεκκλίσεις και πάντοτε στερεωμένοι και εδραιωμένοι στην αλήθεια του Ευαγγελίου του Χριστού.

Η σωτηρία του ανθρώπου ολοκληρώθηκε στον Γολγοθά. Ο Χριστός έπρεπε να πεθάνει, για να μπορέσει η ανθρωπότητα να κληρονομήσει την αιώνια ζωή. Γι’ αυτό και ο Παύλος θεωρεί επιβεβλημένο στους χριστιανούς να ενστερνισθούν και να πιστέψουν ότι: «ο Χριστός απέθανεν υπέρ των αμαρτιών ημών». Ο θάνατος ήταν ο κύριος εχθρός του ανθρώπου. Η πρωτοχριστιανική εποχή χαρακτηρίζεται ως μία περίοδος ποικιλίας απόψεων και γενικής συγχύσεως σχετικά με την μετά θάνατον ζωή και το ζήτημα της Αναστάσεως. Στους Ιουδαίους επικρατούσε ότι μετά θάνατον υφίσταται πνευματική ύπαρξη στο χώρο που ονομάζονταν Άδης, ενώ στους Εθνικούς αναγνωρίζονταν μία ψυχή ανεξάρτητη από το σώμα.

Το γεγονός της Αναστάσεως συνδεόταν με τον αναμενόμενο Μεσσία από ορισμένα χωρία της Παλαιάς Διαθήκης, τα όποια απέδιδαν ένα συμβολικό ισχυρισμό και έλαβαν δόξα και πληρότητα με την πραγμάτωση του θαύματος και της νίκης της ζωής έναντι του θανάτου στη Νέα Διαθήκη, το οποίο επιμαρτυρείται στην αποστολική εποχή, από αυτούς που μαθήτευσαν, έζησαν και δέχθηκαν με αγάπη τη διδασκαλία του Χριστού.

Η λύτρωση του ανθρώπου δεν ήταν ούτε άφεση αμαρτημάτων, ούτε καταλλαγή και ειρήνη του ανθρώπου με τον Θεό, αλλά μία απελευθέρωση του ανθρώπου από την αμαρτία, που είχε ως συνέπεια τον θάνατο. Έτσι, ενώ ο άνθρωπος οδηγήθηκε στη φθορά, κατόρθωσε το έλεος του Θεού με τη σάρκωση του λόγου, να τον επαναφέρει στην αφθαρσία και να τον ζωοποιήσει από τον θάνατο με την πρόσληψη του σώματός του και με την αναστάσιμη χάρη που διαχέεται και θα διαχέεται ανά τους αιώνες στο σώμα της Εκκλησίας.

ΕΚ ΤΗΣ ΙΕΡΑΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΕΩΣ Φ.Ν.Θ.

ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ