Κάποιος άνθρωπος πλησίασε τον Χριστό, για να τον ρωτήσει τι θα έπρεπε να πράξει για να κερδίσει την αιώνια ζωή. Ο Κύριος του απάντησε, πως για να επιτύχει τον ύψιστο στόχο, θα έπρεπε να αγωνιστεί για να εφαρμόσει τις εντολές του Θεού, όπως αυτές καταγράφονται στην Αγία Γραφή, υπενθυμίζοντάς του ορισμένες απ’ αυτές: «μη μοιχεύσης, μη φονεύσῃς, μη κλέψης, μη ψευδομαρτυρήσῃς, τίμα τον πατέρα και την μητέρα σου». Εκείνος χάρηκε στο άκουσμα της απάντησης που του έδωσε ο Κύριος, διότι θεωρούσε πως εφάρμοζε με συνέπεια τις θεόσδοτες εντολές. Όταν, όμως, του επεσήμανε ότι υστερεί σε μία εντολή, αυτή της ελεημοσύνης, προτρέποντάς του να πουλήσει την περιουσία του και να την μοιράσει στους φτωχούς, ο πλούσιος νέος αποχώρησε περίλυπος!

Ο άνθρωπος, δυστυχώς, είναι επιλεκτικός έναντι των εντολών του Θεού. Αποδέχεται όσες τον βολεύουν και απορρίπτει εκείνες που δεν τον συμφέρουν, που απαιτούν θυσία, πνευματική προσπάθεια και γενναίες αποφάσεις. Κι όμως, ο άνθρωπος οφείλει να αποδέχεται όλες τις εντολές του Κυρίου και να αγωνίζεται, στο βαθμό που δύναται, να τις εφαρμόσει. Διότι, οι εντολές του Θεού, όταν εφαρμόζονται από τους Χριστιανούς, γίνονται πρόξενος της αγιότητας και της αρετής, δηλαδή της ομοίωσης με τον Θεό. Όπως λέγει χαρακτηριστικά ο άγιος Μάξιμος, ο Ομολογητής, μέσα τους κρύβουν, κατά ένα μυστικό τρόπο, τον ίδιο τον Χριστό και κατά συνέπεια, όπου είναι ο Χριστός, εκεί είναι και ο Πατέρας και το Άγιο Πνεύμα. Μέσα τους, οι εντολές κρύβουν ολόκληρη την Αγία Τριάδα. Η δε εφαρμογή τους, μας καθιστά κοινωνούς του Τριαδικού Θεού. Γι’ αυτό, δεν πρέπει να περιφρονούμε καμία εντολή, ούτε να την παραβλέπουμε ως ασήμαντη.

Πόσο εύκολο, όμως, είναι να εφαρμόσει κανείς τις εντολές του Θεού; Τις θεωρούμε φορτίο δυσβάστακτο. Το φορτίο των εντολών, δεν είναι τόσο βαρύ όσο νομίζουμε. Το βεβαιώνει ο ευαγγελιστής Ιωάννης: «αι εντολαὶ αυτού βαρείαι ουκ εισίν» (Α΄ Ιω. 5,3).

Κάποτε, τα πουλιά περπατούσαν στη γη σαν όλα τα ζώα. Μία ημέρα, όμως, ο Θεός τους είπε: «Πάρτε αυτά τα φορτία και πηγαίνετέ τα παραπέρα». Και έβαλε πάνω στους ώμους τους ένα βάρος, που δεν ήταν άλλο από τις δύο φτερούγες. Στην αρχή, τα πουλιά ένοιωθαν τις φτερούγες πράγματι σαν βάρος, μα, καθώς προχωρούσαν, αυτό όλο και λιγόστευε. Ώσπου στο τέλος, τα φτερά από φορτίο έγιναν η δύναμη που τα απογείωσε. Αντί να σηκώνουν τα πουλιά τις φτερούγες, σήκωναν οι φτερούγες τα πουλιά. Τα φτερά, από βάρος, έγιναν η δύναμη που χάρισε απεριόριστη ελευθερία στα πουλιά. Τι θαυμαστή αλλαγή!

Το ίδιο κάνει και σ’ εμάς ο Θεός. «Ελάτε εδώ», μας λέει, «Σκύψτε, για να βάλω στον τράχηλό σας τον ζυγό μου. Πάρτε στους ώμους σας αυτό το βάρος και προχωρήστε. Μην το φοβάστε, είναι μικρό βάρος». Όμως εμείς; ακούμε για βάρος, αντιδρούμε αμέσως. Αδύνατον! Πώς θα αντέξουμε να κουβαλάμε συνέχεια ένα ζυγό; Ποιο είναι το βάρος που μας βάζει ο Θεός; Είναι ο νόμος του, οι εντολές του. Το φορτίο με το οποίο υπόσχεται ο Θεός να ελαφρύνει τα υπόλοιπα φορτία μας και να μας πάει ψηλά!

«Ελάτε σε μένα», λέει, «όλοι οι κοπιώντες και πεφορτισμένοι κι εγώ θα σας αναπαύσω. Γιατί το δικό μου φορτίο είναι ελαφρύ. Άρατε τον ζυγόν μου εφ’ υμάς και θα βρείτε ανάπαυση και ειρήνη στις ψυχές σας. Θα δείτε στην πράξη πόσο πράος και ταπεινός πατέρας σας είμαι. Θα γνωρίσετε εκ των πραγμάτων ότι «ο γαρ ζυγός μου χρηστός και το φορτίον μου ελαφρόν εστιν» (Ματθ. 11,29-30).

ΕΚ ΤΗΣ ΙΕΡΑΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΕΩΣ Φ.Ν.Θ.

Πρεσβύτερος Εμμανουήλ Κατσικαλάκης

ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ