Μοσχοβόλησε η άνοιξη και η ανακαινισμένη κτίση χαίρεται και χορεύει, γιατί διαρίγνηνται, οι κλειδαριές των θυρών και της απιστίας, με την ομολογία του Θωμά, ότι αληθινά ο ψηλαφισθείς είναι ο Κύριος και ο Θεός μας. Αυτή η καλή απιστία και η ψηλάφηση της δεξιάς του Αναστημένου Χριστού «λύει την ζοφώδη άγνοια» όλων των γενεών, δίδοντας σε μας επιπλέον πειστήρια της αναστάσεως. Πλέον, εοράκαμεν, ψηλαφήσαμεν τον Κύριο. Και ο Κύριος χαίρει ερευνούμενος και επιτρέπει την ψηλάφηση και δεν φλέγει με το πυρ της θεότητος την χοϊκή παλάμη του Θωμά που τον ερευνά, γνωρίζοντας πως μέσα από την ψηλάφηση γεννιέται η πίστη και η ακατάπαυστη ομολογία και δοξολογία της Ανάστασης.
Πλέον, μαζί με τους μαθητές, είδαμε το κενό μνημείο, με τις μυροφόρες συναντήσαμε τον λευκοφόρο άγγελο και ακούσαμε το χαρμόσυνο άγγελμα ότι ανέστη ο Κύριος, τον ανταμώσαμε στον κήπο να συνομιλεί με την Μαρία και συμφάγαμε από «ιχθύος οπτού μέρος και από μελισσίου κηρίου», συμπορευθήκαμε με το φως προς Εμμαούς και μας εξηγούσε τις γραφές και τέλος, με τον Θωμά τον αγγίξαμε και βιώσαμε το μεγαλείο της Ανάστασης. Και αυτή, η άμεση επαφή με το χρονικό της Ανάστασης απεγκλώβισε την σκέψη μας από τα πρόσκαιρα και την έστρεψε προς τα ουράνια, διάπλατα εκχέοντας το ανέσπερο φως της Αναστάσεως φωτίζοντας τα απύθμενα και αβυσσαλέα βάθη των εσκοτισμένων ψυχών μας και το μυστήριο της λύτρωσης της ύπαρξής μας. Αυτή την φαεινή ημέρα και υπέρλαμπρο, την ολόφωτο χάρη, κατά την οποία φανερώθηκε στους μαθητές ο Κύριος καθημερινά μεγαλύνουμε.
Η Κυριακάτικη επαναληπτική λατρευτική αναφορά μας, στα θαυμαστά γεγονότα που έλαβαν χώρα τότε «όρθρου βαθέως», δεν είναι μόνο μία απλή ανάμνηση μιας κοσμοϊστορικής υπέρβασης «του ζοφερού χειμώνα της αμαρτίας» και της τυραννικής και δραματικής απολυτότητας του θανάτου, αλλά άμεση μετοχή στο καθολικό Μυστήριο της σωτηρίας, που αποκαλύφθηκε κι ενεργήθηκε στον ιστορικό χώρο με το θαύμα της σάρκωσης του Λόγου του Θεού, την θυσία του Σταυρού και την δόξα της Ανάστασης.
Η ιστορική περιγραφή και η επανάληψη αυτής μέσω των ευαγγελικών και αποστολικών αναγνωσμάτων, όσο και των τροπαρίων και των ύμνων, είναι τρόπον τινά η πύλη, δια της οποίας πρέπει να διαβούμε, για να εισχωρήσουμε, όσο μας είναι δυνατό, στο απροσπέλαστο μυστήριο της θείας οικονομίας, της σωτηριώδους εκδήλωσης της θείας αγάπης και στην θριαμβευτική σκύλευση της αμαρτίας και του θανάτου.
Συνηγμένοι όλοι «ο έγκριτος της Εκκλησίας λαός» για την προσφορά των δώρων της Ευχαριστίας, στην εβδομαδιαία πασχάλια λειτουργία μας, προσπαθούμε να περιγράψουμε το ανερμήνευτο γεγονός της εγέρσεως. Να ζήσουμε σαν αιώνια σημερινή πραγματικότητα την Ανάσταση, την βασιλίδα των ωρών, την λαμπροφόρα ημέρα και να ανθοφορήσουμε και να καρποφορήσουμε, μέσα στην χαρά και στην ελευθερία της δόξας των τέκνων του Θεού.
Σαν εκκλησία, σαν σώμα Χριστού, όλοι εμείς που «νυν ιδόντες ου βλεφάροις, αλλά καρδίας πόθω» τον παμβασιλέα Χριστό, ζούμε αυτό το ανέφελο κι αβασίλευτο σήμερα της λαμπροφόρας μέρας, δεν τερματίζουμε τον πανηγυρισμό. Και δεν παύουμε να πίνουμε από τον ευφρόσυνο κρατήρα των δωρημάτων της και των εσχάτων ελπίδων της.
Η υπόσχεση που μας έδωσε, ύστερα από την τριήμερο έγερσή Του, ότι θα είναι μαζί μας «πάσας τας ημέρας έως της συντελείας του αιώνος» γίνεται η καινούργια αφετηρία στην κοπιαστική λαμπαδηδρομία της ζωής και στο αναπάντεχο συναπάντημα με την περιπέτεια και την νίκη. Αρκεί κι εμείς να γίνουμε συνοδίτες του αναστάντος Κυρίου και «χείλεσι καθαροίς, συν αγγέλοις» ακατάπαυστα να τον υμνούμε ψάλλοντας το «Χριστός Ανέστη».
ΕΚ ΤΗΣ ΙΕΡΑΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΕΩΣ Φ.Ν.Θ.