Η συγχώρηση είναι βασικό γνώρισμα του χριστιανισμού, η οποία στην ουσία είναι έκφραση αγάπης. Ο Θεός από αγάπη συγχωρεί τον άνθρωπο. Τούτο το επιβεβαιώνει πρώτον με την αποστολή του Υιού στον κόσμο και την σταυρική Του θυσία και δεύτερον, με την εξουσία που έδωσε στους μαθητές Του μετά την Ανάσταση, να συγχωρούν τις αμαρτίες των ανθρώπων. Είπε ο Κύριος στους μαθητές του: «Λάβετε Άγιο Πνεύμα. Σε όποιους συγχωρήσετε τις αμαρτίες θα είναι συγχωρημένες· σε όποιους τις κρατήσετε ασυγχώρητες, θα κρατηθούν έτσι».
Ο Κύριος επανέρχεται συχνά, μέσα από την διδασκαλία Του στο θέμα της συγχώρησης. Στην Κυριακή προσευχή μας προτρέπει να ζητούμε από τον Θεό την συγχώρηση των αμαρτιών μας και την ίδια στιγμή, μας συστήνει να δίνουμε την διαβεβαίωση ότι κι εμείς θα συγχωρούμε τους δικούς μας οφειλέτες, δηλαδή τους συνανθρώπους μας. «Και άφες ημίν τα οφειλήματα ημών, ως και ημείς αφίεμεν τοις οφειλέταις ημών». Στην συνέχεια, μας διευκρινίζει πως θα λογοδοτήσουμε για την συμμόρφωση, ή μη, στην πιο πάνω διαβεβαίωση μας. «Αν συγχωρήσετε τους ανθρώπους για τα παραπτώματα τους, θα σας συγχωρήσει κι εσάς ο ουράνιος Πατέρας σας. Αν όμως δεν συγχωρήσετε στους ανθρώπους τα παραπτώματα τους, ούτε και ο Πατέρας σας θα συγχωρήσει τα δικά σας παραπτώματα».
Ρώτησε κάποτε ο Πέτρος: «Κύριε, πόσες φορές θα οφείλει σ’ εμένα ο αδελφός μου και θα τον συγχωρήσω: Ως εφτά φορές;». Τότε του λέει ο Ιησούς: «Δεν σου λέω ως εφτά, αλλά ως εβδομήντα φορές εφτά».
Με αφορμή την πιο πάνω ερώτηση του Πέτρου, αλλά και διευκρινίζοντας την δική του απάντηση, διηγήθηκε την παραβολή του κακού δούλου που ακούμε στην σημερινή ευαγγελική περικοπή. Όλοι οι άνθρωποι θα κλιθούμε να λογοδοτήσουμε τόσο για τις πράξεις μας, όσο και για τις παραλείψεις μας. Ο κάθε άνθρωπος, που έχει το προνόμιο να είναι μέλος της βασιλείας των ουρανών, πέραν των σημαντικών προνομίων που απολαμβάνει, έχει παράλληλα και υποχρεώσεις, όχι μόνο έναντι του βασιλιά, αλλά και όλων των άλλων που είναι μέτοχοι αυτής της βασιλείας.
Βασικά γνωρίσματα αυτής της βασιλείας είναι η αγάπη, αλλά και η δικαιοσύνη. Δύο γνωρίσματα που το ένα δεν αναιρεί το άλλο, αλλά το ένα συμπληρώνει το άλλο και που θεμελιώνονται στην αρετή της επιείκειας. Μας προτρέπει ο απόστολος Παύλος: «Το επιεικές υμών γνωσθήτω πάσιν ανθρώποις» . Σ’ όλους να δείχνετε την καλοσύνη σας.
Αυτή την επιείκεια που εκδηλώνει ο Θεός σε μας, αυτή την επιείκεια καλούμαστε να μεταφέρουμε στις σχέσεις μας με τους άλλους. Ο Θεός φέρθηκε με επιείκεια στον πρώτο δούλο της παραβολής. Όχι μόνο εκδήλωσε φιλανθρωπία, αλλά και του χάρισε το χρέος των δέκα χιλιάδων ταλάντων. Η συμπεριφορά του πρώτου δούλου του σημερινού Ευαγγελίου είναι αντιφατική. Ενώ, ο Κύριος του εκδηλώνει όχι μόνο μακροθυμία, αλλά και του φέρεται με υπερβολική επιείκεια, αφού του χαρίζει το υπέρογκο χρέος, εν τούτοις ο ίδιος αρνείται αυτή την επιείκεια στον σύνδουλο του, έστω κι αν το οφειλόμενο χρέος ήταν ασυγκρίτως μικρότερο.
Και οι δύο δούλοι ζήτησαν ανθρώπινη επιείκεια. Ο πρώτος εξασφάλισε θεία συγκατάβαση, αλλά αρνήθηκε την ίδια στιγμή να προσφέρει στον σύνδουλο του ανθρώπινη επιείκεια. Αντίθετα, συμπεριφέρθηκε απάνθρωπα.
Δυστυχώς, η πιο πάνω αντίφαση δεν παρατηρήθηκε μόνο στον δούλο της παραβολής. Αυτή η αντίφαση παρατηρείται και σε μας τους χριστιανούς. Εκείνο που χρειαζόμαστε περισσότερο, είναι η αυτοκριτική και όχι η κριτική σαν πράξη αυτοδικαίωσης της μνησικακίας μας. Πηγή όλων των αρετών είναι η αγάπη. Όποιος αρνείται ενσυνείδητα να συγχωρήσει, αυτός αρνείται την αγάπη και κατ’ επέκταση αρνείται τον ίδιο το Θεό.
ΕΚ ΤΗΣ ΙΕΡΑΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΕΩΣ Φ.Ν.Θ., ιερομ. Δανιήλ Καριπίδης