Υπήρχε κάποτε ένας άνθρωπος, ο οποίος ήταν σπουδαγμένος. Είχε πτυχία πολλά. Είχε προσόντα πολλά. Κοπίασε πολύ στην ζωή του. Δούλεψε σκληρά. Ήταν και οι καιροί ευλογημένοι και κέρδισε χρήματα πολλά. Έκτισε σπίτια μεγάλα, δημιούργησε επιχειρήσεις, καλλιέργησε κτήματα πολλά. Μα για να είναι σίγουρος ότι δεν θα τα χάσει αγωνιώντας, μάχονταν διαρκώς να τα αυξήσει. Οι μέρες περνούσαν, τα χρόνια έφευγαν και κάποια στιγμή, για λίγο σταμάτησε και κοίταξε πίσω. Πόσα πολλά είχε κατορθώσει! Ήταν πλούσιος, είχε συνάξει πολλά, είχε λύσει το μεγάλο πρόβλημα της ζωής του, δεν του έμενε, πλέον, παρά να ξεκουραστεί, να φάει, να πιει και να ευφρανθεί. Τι όμορφα που θα περνούσε από δω και πέρα.

Όμως, δυστυχώς είχε ξεχάσει μία λεπτομέρεια. Ενώ όλα τα είχε προγραμματίσει, αν και για όλα είχε βρει μία λύση, τελικά για κάτι δεν είχε προνοήσει και τελικά αυτό ήταν το πιο σημαντικό. Η ζωή του είχε κυλήσει όλο δυναμισμό. Η ζωή του είχε καταναλωθεί στην σύναξη αγαθών. Η ζωή του είχε δαπανηθεί για να φθάσει να γίνει κι αυτός πλούσιος. Μα τελικά, η ζωή του είχε κυλήσει, είχε καταναλωθεί, είχε δαπανηθεί και πλέον είχε φθάσει στο τέρμα, δεν είχε ούτε μία στάλα ακόμα, ούτε μία στιγμή επιπλέον.

Δυστυχώς, ο άνθρωπός μας είχε λησμονήσει την μεγάλη αλήθεια. Είμαστε πεπερασμένοι. Πάροικοι και παρεπίδημοι του κόσμου τούτου. Η επίγεια ζωή μας έχει όρια: την γέννηση μας και τον θάνατό μας. Αν υπάρξει το πρώτο, κάποια στιγμή, οπωσδήποτε, θα ακολουθήσει και το άλλο. Ό,τι γεννιέται μέσα στον φθαρτό τούτο κόσμο πεθαίνει. Και ο άνθρωπος πλασμένος με στοιχεία χοϊκά, μετά την πτώση γνώρισε την φθορά και τον θάνατο ως επακόλουθο της αμαρτίας. Πόσες και πόσες ψυχές δεν χάθηκαν στην ζωή αυτή, γιατί αγνόησαν την ύπαρξη του θανάτου. Ο άνθρωπός μας, μια σύγχρονη μορφή του άφρονος πλουσίου του ευαγγελίου, δεν είναι τίποτε άλλο παρά το πρότυπο του σύγχρονου ανθρώπου. Ο άνθρωπος σήμερα τρέχει κάθε μέρα. Ξυπνά και πριν να δει τον ήλιο να ανατέλλει και να δοξολογήσει τον Θεό, τρέχει να προλάβει. Χάνεται μέσα στην κίνηση των δρόμων. Πνίγεται στο άγχος του χρόνου, αγωνιά στο κυνήγι του κέρδους και τέλος, χάνει την ομορφιά να αντικρίσει το χρυσοκόκκινο φως του δειλινού γιατί ακόμα τρέχει. Όμως, το δείλι έρχεται και απειλητική εμφανίζεται η νύχτα για να καλύψει με τα σκοτάδια της τον κόσμο. Μες στην βιασύνη του χάνει και την ανατολή και το δείλι, χάνει την ομορφιά του ταξιδιού, όπως θα έλεγε ο ποιητής, χάνει τους ανθρώπους και τέλος, χάνει την ευκαιρία να γίνει άνθρωπος, να ναι στραμμένος δηλαδή προς τα πάνω κι όχι σκυμμένος, εγκλωβισμένος, κολλημένος στην φθορά.

Έτσι είμαστε όλοι. Έτσι πορευόμαστε αγνοώντας την ίδια την φθαρτή διάσταση της ύπαρξής μας. Οι άγιοι πατέρες είχαν διαρκή μνήμη θανάτου. Ενθυμούνταν τον θάνατο, όχι ως φόβητρο, αλλά ως δεδομένο, το οποίο θα οδηγήσει τον άνθρωπο «συν τω Χριστώ εν τω Θεώ». «Ας θυμόμαστε διαρκώς τον θάνατο», μας λέγει ο όσιος Ησύχιος, «Έτσι γεννιέται μέσα μας η απόθεση των φροντίδων και κάθε ματαιότητας, η φύλαξη του νου, η ακατάπαυστη δέηση, η απάθεια του σώματος και η αποστροφή της αμαρτίας. Και σχεδόν κάθε αρετή πηγάζει από την μνήμη αυτή». Επειδή με την μνήμη του τέλους γεννιέται στην ψυχή το πένθος, τα δάκρυα και η προσευχή.

Κατακτάτε η εγκράτεια, η συγχωριτικότητα, η εγρήγορση, η προπαρασκευή και η προετοιμασία για το μεγάλο ταξίδι.

ΕΚ ΤΗΣ ΙΕΡΑΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΕΩΣ Φ.Ν.Θ., αρχιμανδρίτης Παύλος Κίτσος

ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ