«Γλυκύς εστίν ο ήλιος, αρρήτως εν αισθήσει, Έλκων εις πόθον την ψυχήν ανέκφραστον και θείον. Ορώσα φλέγεται αυτή, και καίεται τω πόθω», Συμεών ο νέος Θεολόγος.

Όπως γλυκιά είναι η επιθυμία της συνάντησης με τη θέρμη του αισθητού ηλίου, ισοδύναμη είναι η ένταση της επιθυμίας της ψυχής, να συναντηθεί με τον νοητό ήλιο της δικαιοσύνης και να θερμανθεί με την παρουσία Του κι όταν συμβεί αυτή η συνάντηση, η φλόγα του πόθου καίει την ψυχή αιώνια.

Στην Ιεριχώ, ο αρχιτελώνης Ζακχαίος φλέγεται από την επιθυμία να συναντήσει τον Ιησού. Έχει ακούσει γι’ Αυτόν τόσα πολλά, τόσα υπέροχα πράγματα, τόσο συγκλονιστικά. Έχει, όμως, δύο εμπόδια να αντιπαρέλθει. Είναι μικροκαμωμένος και το βάρος των αμαρτιών του συνθλίβει την καρδιά του. Πώς να ατενίσει με το βρόμικο βλέμμα του, Αυτόν που γαληνεύει με το βλέμμα Του τα πλήθη; Πώς να δει τον Ιησού μέσα στο πλήθος που τον συνθλίβει; Πώς να ξεπεράσει το μικρό ανάστημά του και την αμαρτία του;

Όμως, ο πόθος της συνάντησης είναι τόσο έντονος, που τον οδηγεί στην ανατροπή. Η λογική του λέγει να πάψει να ζητά το ανέφικτο. Η επιθυμία της ψυχής του, όμως, ανατρέπει τα δεδομένα. Ο «μικρός τη ηλικία» αποκτά μπόι από τον πόθο, αφού επιλέγει μία λύση ασυνήθη. Στην άκρη του δρόμου υπάρχει ένα δένδρο, μία συκομουριά. Ευθείς αμέσως, ο πόθος γεννά την ελπίδα κι αυτή με τη σειρά της, δίδει φτερά στα πόδια και στα χέρια. Αυτός, ο αρχιτελώνης, ο άνθρωπος του πλούτου, ο εξουσιαστής, ο φόβος και ο τρόμος του λαού, σαν μικρό παιδί, βιαστικά σκαρφαλώνει στο δένδρο. Τι κι αν ο κόσμος που τον βλέπει απορεί και αναρωτιέται αν έχει χάσει τα λογικά του; Τι κι αν κάποιοι γελούν μαζί του; Εκείνος, επιτέλους, κατορθώνει να σκαρφαλώσει στο δένδρο. Και να, που τώρα μπορεί να δει μέχρι εκεί μακριά, στο βάθος του δρόμου, τη συνοδεία που έρχεται και τον Ιησού ανάμεσά τους. Πόσος κόσμος αλήθεια και τι θόρυβος και τι συνωστισμός! Όμως, εκείνος, στηριγμένος στα κλαδιά του δένδρου, κατορθώνει το ακατόρθωτο. Η επιθυμία του πραγματώνεται. Επιτέλους, βλέπει τον ποθούμενο. Τα μάτια του συναντούν τον Ιησού.

Και τότε και το άλλο εμπόδιο, το βάρος των αμαρτιών του, καταρρέει. Τι κι αν είναι αμαρτωλός, τι κι αν τα μάτια του έχουν βαρύνει από την αδικία, τι κι αν η ψυχή του λιμοκτονεί μέσα στον αμαρτωλό πλουτισμό, εκείνος ποθεί να συναντήσει Αυτόν που μπορεί μαζί με τις σωματικές ασθένειες, να θεραπεύει και τις αρρώστιες της ψυχής, Αυτόν, που μόνο με τον λόγο Του, ανασταίνει νεκρούς και με τον λόγο Του συγχωρεί τις αμαρτίες. Κι ο πόθος αυτής της συνάντησης ανταμείβεται πλουσιοπάροχα.

Κάτω από την συκομουριά, μπροστά σε όλο τον λαό, τη στιγμή που η καρδιά του Ζακχαίου χτυπά άτακτα από την ταραχή της ευλογημένης συνάντησης, ο Ιησούς σταματά. Και η καρδιά του τελώνη σταματά κι αυτή να χτυπά, για να φυλακίσει μια για πάντα, από τις θύρες των οφθαλμών, στα άδυτα της ψυχής, την ευλογημένη στιγμή. Μία στιγμή τόση, όση και η αιωνιότητα. Μία στιγμή που είναι η ίδια η αιωνιότητα. Ο Ιησούς μπροστά στον τελώνη. Και όχι μόνο αυτό, αλλά να που του μιλά: «Ζακχαίε» του λέγει, «γρήγορα κατέβα από το δένδρο, σήμερα θέλω να μείνω στο σπίτι σου».

Τι λόγια συγκλονιστικά! Τόσο συγκλονιστικά και τόσο όμοια, όπως εκείνο το «σήμερα θα είσαι μαζί μου στον παράδεισο», που απηύθυνε ο Κύριος στον συσταυρούμενό Του ληστή και που τον έκανε πρώτο οικήτορα του παραδείσου. Μα και τώρα. Το σπίτι του Ζακχαίου γίνεται παράδεισος. Ο παράδεισος της τρυφής, αφού εκεί βρίσκεται ο Σωτήρας Χριστός, που ανταποκρινόμενος στην καρδιακή επιθυμία συνάντησης του τελώνη, του καθαρίζει την καρδιά και σαν το χαμένο πρόβατο, τον οδηγεί και πάλι στο χλοερό λιβάδι της παρουσίας του Θεού.

Σαν τον αρχιτελώνη, πολλοί πόθησαν τον Ιησού και τον βρήκαν. Σε όποιον με τον ίδιο πόθο αναζητά μέσα στη βοή του κόσμου να συναντήσει τον Χριστό, ο Κύριος δίδει τη δύναμη, τη φώτιση, την ευκαιρία να τον συναντήσουν. Κι όταν η συνάντηση συμβεί, ο άνθρωπος κερδίζει τον παράδεισο.

ΕΚ ΤΗΣ ΙΕΡΑΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΕΩΣ Φ.Ν.Θ., αρχιμανδρίτης Παύλος Κίτσος

ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ