Ο πλάστης και δημιουργός μας Κύριος, κατά την έκτη ημέρα της δημιουργίας, με ιδιαίτερη φροντίδα, με αγάπη πολύ και διάθεση κοινωνίας, έπλασε τον άνθρωπο «χουν λαβών» από την γη και «ενεφύσησε εις αυτόν πνοή ζώσα». Χώμα και πνοή, γη και ουρανός, ενώθηκαν για να πλασθεί ο άνθρωπος, η κορωνίδα της κτίσεως, το διαμάντι της δημιουργίας. Κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν Θεού, όμοιος με τον Θεό και έχοντας την δυνατότητα να γίνει κατά χάριν θεός. Τι μεγάλη αξία έδωσε ο Θεός στον άνθρωπο Το μόνο δημιούργημα που του μοιάζει. Το δημιούργημα αυτό, για το οποίο πλάσθηκε όλη η κτίση, ώστε να την κατακυριεύει. Και κει, στην παραδείσια του κατάσταση, ο άνθρωπος μπορούσε καθημερινά να επικοινωνεί με τον Θεό. Να τον συναντά στην πρωινή αύρα και στην δροσοσταλίδα της αυγής, να συνομιλεί μαζί του στο καύμα της ημέρας, να συμπορεύεται το εσπέρας στις όχθες του Τίγρη και του Ευφράτη.

Με τόση μεγάλη αξία ήταν προικισμένος ο άνθρωπος, που δεν μπορούσε παρά ο αρχέκακος εχθρός μας να την διαβάλει, παρουσιάζοντας στον άνθρωπο αυτή ακριβώς την υπεραξία του ανθρώπου ως απαξία. «Τι είσαι», ήταν σαν να του έλεγε του ανθρώπου σ’ εκείνη την πρώτη συνάντησή τους. «Τι είσαι, υποχείριο του Θεού, πια ελευθερία έχεις, αφού δεν μπορείς να απολαύσεις ότι βρίσκεται μέσα στον Παράδεισο. Πόσο μεγάλος είσαι, αφού πρέπει να υπακούς στον Θεό. Μην διστάζεις. Ακολούθησε τον εαυτό σου, απαλλάξου από τα δεσμά που σου βάζει ο Θεός, γίνε πραγματικά ελεύθερος. Γίνε Θεός από μόνος σου μπορείς». Και ο άνθρωπος, αυτό το υπέροχο δημιούργημα του Θεού, το ταγμένο να ζει μόνο μέσα στην χάρη Εκείνου βρέθηκε ξαφνικά μόνο, απομακρυσμένο απ’ αυτή την χάρη, γυμνό, να μην τολμά να ατενίσει τον άδειο ουρανό της ύπαρξης του. Έναν ουρανό, που απειλητικά στεκόταν από πάνω του, για να του κάνει πιο δύσκολη την ζωή. Η δόξα και η τιμή με την οποία ο ίδιος ο Θεός στεφάνωσε το δημιούργημα εξαφανίστηκαν. Καμία αξία, αληθινή άξια, στο ανθρώπινο πρόσωπο. Ήλθε η πτώση. Μία πτώση, που οδήγησε στην αρρώστια, στην ανημποριά, στην θλίψη, στον πόνο στον θάνατο. Μία αρρώστια, που οδήγησε στον χαμό του ανθρώπου.

Ο παράδεισος της τρυφής δεν ταίριαζε σ’ ένα δημιούργημα που εξευτέλισε την ίδια του την αξία. Που έπαψε να είναι κοινωνός Θεού. Η μεταπτωτική κατάσταση του ανθρώπου ήταν ανεπίστρεπτη. Πώς θα μπορούσε ο άνθρωπος να ξαναποκτήσει την αληθινή του αξία, πως θα μπορούσε να ξαναγίνει όπως πριν, αληθινό δηλαδή πρόσωπο. Πώς θα μπορούσε να αποκαταστήσει την σχέση του με τον Θεό. Όσο και αν προσπαθούσε μέσα στην κτίση, με την γνώση, με την τέχνη, με τις επιστήμες, με τις δικές του δυνάμεις δεν μπορούσε να κατορθώσει τίποτε. Όλα τα πλούτη. Όλες οι αξίες του ήταν εφήμερες, τίποτε απ’ όλα αυτά, δεν μπορούσε να τον ανεβάσει και πάλι στον θρόνο όπου τον είχε τοποθετήσει ο Θεός μέσα στην ανείπωτη Του αγάπη. Κι όμως, εκεί που μέσα στους αιώνες λύση δεν βρισκόταν και γενεές γενεών προσδοκούσαν την αποκατάσταση της ψυχής του ανθρώπου, ο ίδιος ο Θεός της αγάπης σκύβει και συναντά το δημιούργημά του. Το συναντά μέσα στον πόνο του, για να του πάρει τον πόνο και να του δώσει χαρά. Σκύβει στην γη, για να αρπάξει με την βία της αγάπης το αγαπημένο του δημιούργημα. Και θα έμενε ο άνθρωπος κάτω από το σιδηρό χέρι του θανάτου, αν δεν ευρισκόταν η λύση του δράματος από τον Θεό. Και η λύση είναι ο Σταυρός. Με την σταύρωση του Κυρίου, καταργήθηκε ο θάνατος, συγχωρέθηκε η προπατορική αμαρτία, χαρίστηκε στον άνθρωπο η ανάσταση, ανοίχθηκαν οι πύλες του παραδείσου. Ο Τίμιος σταυρός άνοιξε τις στράτες τα μονοπάτια τόσο προς τον ουρανό, όσο και προς τους ανθρώπους. Με την θυσία της αγάπης του, ο Κύριος αποκατέστησε την αξία του κάθε ανθρώπου, πληρώνοντας εκείνος το αντίτιμο αντί για μας. Έτσι στήθηκε ο Σταυρός, ο θρόνος της χάριτος. Και από τότε, το αίμα του Χριστού εξοφλεί το αβάσταχτο χρέος του καθενός μας.

ΕΚ ΤΗΣ ΙΕΡΑΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΕΩΣ Φ.Ν.Θ., αρχιμανδρίτης Παύλος Κίτσος

ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ