Ο ευαγγελιστής Μάρκος, μας παρουσιάζει αυτή την Κυριακή, το επεισόδιο της συναντήσεως του Ιησού με την ανθρώπινη αθλιότητα σε όλη της την τραγική εκδήλωση: Ένας πονεμένος πατέρας παρακαλεί τον Ιησού να γιατρέψει το άρρωστο παιδί του, που οι μαθητές του προηγουμένως, οι υπόλοιποι δηλαδή εννέα, στάθηκαν ανίσχυροι να το θεραπεύσουν. Βρίσκει, λοιπόν, ο Ιησούς μπροστά του από την μία μεριά την πονεμένη και πάσχουσα ανθρωπότητα, από την άλλη τους εκπροσώπους του, που δεν μπορούν να βοηθήσουν.

Και σαν να μη φθάνουν αυτά, βλέπει και τους γραμματείς, τους θεολόγους δηλαδή του ιουδαϊσμού, να συζητούν με τους μαθητές και να προσπαθούν, ίσως, να κλονίσουν την πίστη τους στον Χριστό. Όλα αυτά, θα κάνουν σε λίγο τον Ιησού να εκστομίσει τη φράση: «ω γενεά άπιστος, έως πότε προς υμάς έσομαι;».

Δεν μένει, όμως, σ’ αυτό το ξέσπασμα της οργής, δεν κατακρίνει κανένα· προσφέρει την θεραπεία στον άρρωστο άνθρωπο που βρίσκεται μπροστά του και ο οποίος «παιδιόθεν» υφίσταται τις οδυνηρές συνέπειες της τρομερής αρρώστιας του.

Πριν, όμως, κάνει το θαύμα, ρωτά τον πατέρα του νέου εάν μπορεί να πιστεύψει, γιατί τα πάντα είναι δυνατά γι’ αυτόν που πιστεύει. Και ο δυστυχής πατέρας με δάκρυα στα μάτια αφήνει να εκδηλωθεί η πάλη που γίνεται μέσα του λέγοντας: «Πιστεύω, κύριε· βοήθει μου τη απιστία». Ομολογεί την πίστη στη δύναμη του Μεσσία με τον οποίον συνομιλεί, συγχρόνως όμως αναγνωρίζει και την απιστία που τον συνδέει με όλη την αμαρτωλή γενεά του. Παλεύει μεταξύ πίστεως και απιστίας, μεταξύ της έντονης επιθυμίας του να παρουσιαστεί όσο γίνεται με περισσότερη πίστη και της ειλικρινούς διαπιστώσεως ότι η πίστη του αυτή είναι ελλιπής.

Και ο Χριστός προσφέρει τη θεραπεία. Δεν ήλθε για να καταδικάσει τους ανθρώπους που με τα έργα τους έγιναν υπόδουλοι στο κακό, στη φθορά και στο θάνατο, δεν ήλθε για να κατακρίνει, αλλά για να διακονήσει και να σώσει. Τα πρόσωπα της διηγήσεως υποχωρούν στο τέλος και χάνονται· εκείνο που θέλει να τονίσει ο ευαγγελιστής τελειώνοντας, είναι η απάντηση του Ιησού στους μαθητές που ρώτησαν γιατί δεν μπόρεσαν αυτοί να θεραπεύσουν τον ασθενή: γιατί «τούτο το γένος εν ουδενί δύναται εξελθείν ει μη εν προσευχή και νηστεία».

Πολλές είναι οι δαιμονικές εκδηλώσεις του κόσμου σε κάθε εποχή· κι αν ακόμα δεχθεί κανείς ότι οι αρρώστιες έχουν άλλη αιτία κι όχι την κατοχή των ανθρώπων από τους δαίμονες, μένουν τόσες άλλες πολυάριθμες εκδηλώσεις της ζωής, που μαρτυρούν την υποταγή των ανθρώπων στη δύναμη του κακού, ώστε να προβάλλει επιτακτικό το αγωνιώδες ερώτημα: Γιατί η Εκκλησία δεν μπορεί να θεραπεύσει το κακό; Λείπει, μήπως, η πίστη, η προσευχή, η νηστεία;

Το ερώτημα, όμως, δεν είναι μόνο εάν έχει η Εκκλησία την πίστη που απαιτείται για να ελευθερώσει τους ανθρώπους από τα δαιμονικά δεσμά, αλλά εάν αυτοί μπορούν να πιστεύψουν. Ο Ιησούς, στη διήγησή μας, λέγει προς τον πατέρα του άρρωστου νέου: «ει δύνασαι πιστεύσαι, πάντα δυνατά τω πιστεύοντι». Η πίστη κάνει κατορθωτά τα ακατόρθωτα, «μετακινεί βουνά» και μεταμορφώνει την ανθρώπινη αθλιότητα σε δόξα. Υπερβαίνει τα όρια του πιστεύοντος ατόμου και αποβαίνει εστία σωτηρίας και για τον διπλανό μας, ή από την άλλη μεριά, η απιστία έχει τις κοινωνικές προεκτάσεις της.

Πάντοτε, η πίστη ισχυροποιείται με την προσευχή και τη νηστεία. Μ’ αυτά τα δύο διοχετεύεται η δύναμη του Θεού στον πιστεύοντα άνθρωπο, ώστε η πίστη του να γίνεται ολοένα και πιο ζωντανή και ως εκ τούτου θαυματουργική μέσα στη κοινωνία.

Εκ της Ιεράς Μητροπόλεως Φ.Ν.Θ. (ιερεύς Γεράσιμος Φυλακτάκης)

ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ