Κατάπληκτοι έμειναν οι όχλοι μπροστά σε τρία θαυμαστά γεγονότα, όπως τα περιγράφει ο Ευαγγελιστής Ματθαίος στην ευαγγελική περικοπή της Κυριακής. Ποια είναι αυτά; Άκουσαν τον Χριστό να συγχωρεί αμαρτίες, γεγονός πρωτοφανές στην ιστορία της ανθρωπότητας. Τον είδαν να αποκαλύπτει τους πλέον απόκρυφους διαλογισμούς των γραμματέων. Και να θεραπεύει τον παραλυτικό με ένα Του μόνο λόγο, γεγονός που φανέρωνε θεϊκή δύναμη.
Φυσικά, οι άνθρωποι εκείνοι αγνοούσαν ότι ο Χριστός δεν ήταν απλός άνθρωπος, αλλά και Θεός, Θεάνθρωπος. Αυτό, άλλωστε, ούτε οι μαθητές Του δεν το είχαν εννοήσει. Οι κάτοικοι της Καπερναούμ νόμιζαν ότι ήταν ένας δίκαιος άνθρωπος, ένας προφήτης, στον οποίο για την αρετή του, του είχε δώσει ο Θεός τέτοιες εξουσίες. Γι’ αυτό «όταν είδαν αυτά που έγιναν, εδόξασαν τον Θεόν, ο οποίος έδωσε τόσο μεγάλη εξουσία στον Ιησού». Το γεγονός αυτό, ότι δηλαδή οι απλοϊκοί εκείνοι άνθρωποι δόξασαν τον Θεό και φυσικά επαίνεσαν και τον Ιησού, είναι πολύ διδακτικό για όλους μας. Διδάσκει ότι ο άνθρωπος πρέπει να είναι πρόθυμος να δοξάζει τον Θεό για όσα θαυμαστά πραγματοποίησε και πραγματοποιεί, να απονέμει τον δίκαιο έπαινο στους ενάρετους και τους εργάτες του καλού. Ενώ, όμως, το καθήκον αυτό είναι αυτονόητο και δεν υπάρχει κανένας λογικός άνθρωπος που να το αμφισβητεί, στην πράξη, όμως, δεν το βλέπουμε πάντοτε. Εμείς, οι άνθρωποι, δύσκολα επαινούμε τον καλό άνθρωπο και το καλό έργο. Είμαστε, μάλλον, πρόθυμοι να επικρίνουμε και να κατακρίνουμε όχι μόνο τους κακούς, που κι αυτό το απαγορεύει ο Θεός, αλλά και τους ενάρετους, τους εργάτες των καλών έργων, αυτούς που θυσιάζουν τον εαυτό τους για την εξυπηρέτηση των άλλων.
Ψάχνουμε, δήθεν από αφέλεια, πραγματικά όμως από μία νοσηρή διάθεση, να του βρούμε ψεγάδια, αδυναμίες. Κι αν βρούμε κάτι, έστω και ασήμαντο, το μεγεθύνουμε, το χρωματίζουμε, το επιδεινώνουμε, για να επισκιάσουμε με τον τρόπο αυτό την αρετή του. Το ίδιο κάνουμε και για τα καλά έργα. Τα λεπτολογούμε, τα ερευνούμε, μήπως και δεν είναι τόσο καλά, όσο φαίνονται. Μπορεί κάποιες στιγμές να πούμε: «ποιος ξέρει γιατί τα κάνει τα καλά αυτά έργα. Ποιος ξέρει τι επιδιώξεις κρύβονται πίσω απ’ αυτά». Και έτσι, αντί να είμαστε ευχαριστημένοι και να δοξάζουμε τον Θεό και να αποδίδουμε τον δίκαιο έπαινο στον ενάρετο και στα έργα της αρετής, στεναχωριόμαστε και είμαστε πρόθυμοι και πολύ πρόχειροι στη δυσμενή κριτική.
Γιατί συμβαίνει, όμως, αυτό αλήθεια; Ποια είναι η αιτία που μας εμποδίζει και μας κλείνει το στόμα, ώστε να μη πούμε ένα καλό λόγο, ένα «εύγε» για τα καλά έργα που βλέπουμε; Η αιτία δεν υπάρχει, βέβαια, στα καλά έργα, τα οποία όταν γίνονται προς δόξαν Θεού και εξυπηρέτηση των ανθρώπων, είναι πάντοτε αξιέπαινα. Η αιτία υπάρχει μέσα μας. Είναι ο εγωισμός, ο οποίος σαν να πληγώνεται από την αρετή και τα καλά έργα του δίκαιου ανθρώπου. Θιγόμαστε κι εμείς εσωτερικά και υποφέρουμε. Για να μπορέσει ο άνθρωπος να βλέπει απροκατάληπτα τον καλό άνθρωπο, για να τον θαυμάζει και να τον επαινεί, πρέπει να απαλλαγεί από τις νοσηρές, τις εγωπαθείς καταστάσεις. Πρέπει να καλλιεργήσει μέσα του καθαρότητα καρδιάς και φωτεινότητα κρίσεως, ειλικρινή αγάπη προς τον Θεό και τους ανθρώπους. Να βλέπει το καλό ως έργο, που το θέλει ο Θεός και το οποίο ο Θεός πραγματοποιεί δια μέσου των ανθρώπων, ώστε να δοξάζεται αυτό και να εξυπηρετούνται οι άνθρωποι. Να χαιρόμαστε με όλη μας την καρδιά, όταν υπάρχουν πολλοί καλοί άνθρωποι μέσα στην κοινωνία και όταν πολλά καλά έργα πραγματοποιούνται. Μία τέτοια κοινωνία, που έχει ενάρετους ανθρώπους, είναι ευτυχισμένη.
Ας διδαχθούμε, λοιπόν, από το παράδειγμα των κατοίκων της Καπερναούμ και ας δοξάζουμε ειλικρινά τον Θεό για τα καλά έργα που βλέπουμε και να επαινούμε με πολύ προθυμία τους εργάτες του καλού.
ΕΚ ΤΗΣ ΙΕΡΑΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΕΩΣ Φ.Ν.Θ.