Μια ιδιαίτερα γλαφυρή μαρτυρία καταγράφει ο πρώην Δήμαρχος Καβάλας Κωστής Σιμιτσής, για την περιπέτεια της καβαλιώτικης αποστολής στην Κωνσταντινούπολη τις ώρες του πραξικοπήματος. Η αποστολή, ήταν περιχαρής από την μεγάλη επιτυχία της ένταξης των Φιλίππων στους τόπους πολιτιστικής κληρονομιάς της UNESCO. Ήταν η ώρα της επιστροφής στο ξενοδοχείο. Ξαφνικά, το λεωφορείο, μαζί με όλα τα αυτοκίνητα που διάβαιναν στο δρόμο, προς τη γέφυρα του Βοσπόρου σταμάτησαν. Κι έμειναν εκεί για έξη, ώρες. Διαβάστε την εμπειρία όσων είχαν εγκλωβιστεί στο λεωφορείο, όπως την περιγράφει ο Κωστής Σιμιτσής:
Πολλά είναι τα πράγματα που έχουμε κοινά με τους Τούρκους, είτε μας αρέσει είτε όχι. Το πιο ανώδυνο είναι η ώρα.
Ξημερώματα στον Βόσπορο κι όλα φαίνονται παράξενα. Η ανησυχία δεν λέει να φύγει, ο πυρετός της νύχτας διαρκεί ακόμη, μόνο που είναι διαφορετικός. Από μακριά ακούγονται πυροβολισμοί, σα μπαλωθιές σε κάποιο γλέντι που δεν λέει να σταματήσει. Λίγοι όμως. Σταματούν γρήγορα. Αυτοκίνητα πάνε κι έρχονται κορνάροντας με κόκκινες σημαίες και την ημισέληνο έξω από τα παράθυρα. Σκηνές από ποδοσφαιρική πρόκριση. Ξάφνου πέφτει μια βόμβα, ακόμη πιο μακριά, ακόμη πιο πέρα από τη δυνατότητα να συνειδητοποιήσουμε πως κάποιο φυλάκιο ανατινάχτηκε, κάποιοι άνθρωποι εξαερώθηκαν, πληγώθηκαν, πονάνε, ματώνουν.
Όλο το βράδυ αγωνιωδώς περιμέναμε αποκλεισμένοι να μάθουμε κάποιο νέο, να ανοίξει ο δρόμος και να φτάσουμε στο ξενοδοχείο, να αισθανθούμε περισσότερο ασφαλείς. Στο λεωφορείο συσκότιση αλλά οι πολυκατοικίες και οι ουρανοξύστες ολόφωτοι. Βγαίνουμε έξω. Τα πρόσωπα γύρω μας σκυθρωπά. Αγριεμένα. Ο καθένας έχει κάποιο λόγο να ανησυχεί. Δουλειές που πάνε πίσω, παιδιά που είναι μόνα στο σπίτι, ο γείτονας, ο φίλος, ο αδελφός που είναι με τους “άλλους”. Οι αστυνομικοί που μπλοκάρανε τη διασταύρωση έχουν ελαφριά εξάρτυση και πολιτικά ρούχα. Νέοι. Καθόλου νευρικοί. Θάλεγες πως μόλις βγήκαν από το πιο πάνω μπαράκι. Φωνές ακούγονται από παντού. Κάποιοι ετοιμάζουν διαδήλωση. Προπορεύονται ποδηλάτες με φωτάκια που αναβοσβήνουν.
Όταν έπεσε η πρώτη βόμβα κάπου αδιευκρίνιστα κοντά μας (μάλλον στο αεροδρόμιο, που ήταν όμως σε ικανή απόσταση, στα 6-7 χιλιόμετρα) ο ξαφνικός κρότος μας αφύπνισε: δεν βλέπαμε τηλεόραση, όλα ήταν αληθινά, συνέβαιναν μπροστά μας στην πραγματική ζωή κι εμείς ήμασταν μέρος τους, όχι απλοί θεατές. Το αεροπλάνο που την έριξε πέρασε από πάνω μας, με μεγάλη ταχύτητα και θόρυβο, ένας δυσοίωνος σκοτεινός όγκος. Κι αν βρίσκεται ένας ελεύθερος σκοπευτής στον πιο πέρα ουρανοξύστη με προβοκατόρικη αποστολή; Κι αν όσοι περνάνε φωνάζοντας ακατανόητα συνθήματα μας περάσουν για εχθρούς; Αν αρχίσουν δίπλα μας οι πυροβολισμοί; Ένα κύμα ανημποριάς μας κατακλύζει: εμείς δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτε, όλα γίνονται ερήμην μας αλλά μας επηρεάζουν άμεσα. Κάπως έτσι θα αισθάνονταν οι Σύροι πριν πάρουν τη μεγάλη απόφαση ζωής να παρατήσουν τα σπίτια τους και να φύγουν μακριά. Ή οι Εβραίοι όταν τους στρίμωχναν στα τρένα.
Πόσο εύκολο είναι άραγε να επιβληθεί μια στρατιωτική δικτατορία σε μια σύγχρονη κοινωνία; Όσο κι αν μας παραξενεύει, η Τουρκία αλλάζει. Είναι μια κοινωνία πολύ κοντά στα δυτικά πρότυπα. Ο πληθυσμός της είναι νεανικός, έχει εγκολπωθεί τις νέες συνθήκες, τις θεωρεί δική του κατάκτηση απέναντι σε όσους εκπροσωπούν το παλιό (πραγματικά ή φαντασιακά), δεν τις χαρίζει σε κανέναν. Θεωρεί αδιανόητη μια επιστροφή στο χουντικό παρελθόν, στα αποκλειστικά κρατικά πανεπιστήμια, στην ασφυκτικά ελεγχόμενη κοινωνική ζωή, στους περιορισμούς όσον αφορά την κίνηση προσώπων και κεφαλαίων. Στο κλείσιμο του Ίντερνετ και των ιδιωτικών καναλιών.
Δεν λείπουν οι αναχρονισμοί σε μια χώρα με τόσο έντονη παράδοση. Αναχρονισμοί στους οποίους ενσωματώνεται η νέα τεχνολογία με τους τρόπους και τα ήθη της. Το διάγγελμα του Ερντογάν μέσα από το FaceTime δένει κατά ένα περίεργο αλλά εξηγήσιμο τρόπο με τις εκκλήσεις των ιμάμηδων να βγει ο κόσμος στους δρόμους, που όλη τη νύχτα εξέπεμπαν τραγουδιστά από τους μιναρέδες (ακόμη ένας λόγος για κριτική στο κακοσχεδιασμένο πραξικόπημα ή για ενίσχυση των θεωριών συνωμοσίας). Στο τελευταίο του βιβλίο – ποταμό “Κάτι παράξενο στο νου μου” ο Ορχάν Παμούκ περιγράφει τις διαδικασίες μετάλλαξης της Πόλης σε μια σύγχρονη ολοκληρωτική μεγάπολη της παγκοσμιοποίησης που χωνεύει πληθυσμούς, νοοτροπίες, στάσεις ζωής και μετατρέπει τους φτωχούς και αγράμματους χωρικούς της Ανατολίας σε ζυμάρι πολιτικών συμφερόντων, εντάσεων, παθών.
Το πρωί όλα φαίνονταν να είχαν ξαναβρεί τους κανονικούς ρυθμούς τους. Έτσι κι αλλιώς η ομαλότητα ποτέ δεν ήταν συνεχής ή αδιατάρακτη για πολύ καιρό. Στον δρόμο της επιστροφής οι νταλίκες έγραφαν τα χιλιόμετρά τους, οι αγρότες ήταν στα χωράφια τους, οι παραθεριστές στα μαζικά συγκροτήματα της Ραιδεστού. Οι πολιτικές εξελίξεις φαίνονταν να συμβαίνουν αλλού, σε κάποια άλλη χώρα, πολύ μακρινή.