«Έβγαλε τα γυαλιά του, τα σκούπισε, τα ξαναφόρεσε. Τίποτ’ άλλο. Τα κρεβάτια σιδερένια, οι άνθρωποι γυάλινοι, οι καρέκλες αέρας» (Γιάννης Ρίτσος, «Θεώρηση»).
Σε μία εποχή υγειονομικής κρίσης, όπως η σημερινή, με την εξάπλωση του κορονοϊού να λαμβάνει χώρα σε παγκόσμιο επίπεδο, παρατηρείται η επαναφορά και σε ένα δεύτερο επίπεδο, η άνθιση θεωρίας συνωμοσίας. Οι θεωρίες συνωμοσίας, ή αλλιώς, ο συνωμοσιολογικός λόγος που αναπαράγονται και διαδικτυακά, μέσω και νέων μέσων κοινωνικής δικτύωσης, προκύπτουν ως μία ιδιαίτερου τύπου, προσπάθεια εξήγησης της εξελισσόμενης πανδημίας του κορονοϊού, επιδιώκοντας να απαντήσουν στο ερώτημα «γιατί τώρα;».
Και σε αυτό το πλαίσιο, κυκλοφορούν διάφορες θεωρίες που ενδύονται τον μανδύα της «αποκάλυψης» για «ό,τι μας κρύβουν», οι οποίες και συμπεριλαμβάνουν το ζήτημα της «κατασκευής» του ιού σε κάποιο στρατιωτικό εργαστήριο, είτε Κινέζικο, είτε Αμερικανικό, της σύνδεσης του κορονοϊού και της εξάπλωσης του με στρατηγικές μίας «από τα πάνω» διαδικασίας μείωσης και εκκαθάρισης πληθυσμού και, τελευταίο αλλά όχι έσχατο, με την ένταξη της εξάπλωσης του κορονοϊού σε μία εξελισσόμενη διαδικασία βιολογικού πολέμου. Παράλληλα, η πρόβλεψη του Μπιλ Γκέϊτς το 2015, περί της εμφάνισης μιας επιδημίας, αξιοποιείται από διάφορους συνωμοσιολόγους προς την κατεύθυνση επιβεβαίωσης των λεγομένων τους.
Εντός αυτού του πλαισίου, μπορούμε να εντάξουμε και τις αναφορές σε μία παγκόσμια διακυβέρνηση, που θέλει να καθυποτάξει, για τα δικά της συμφέροντα, χώρες και πολιτισμούς. Άλλωστε, ένα από τα κυριότερα χαρακτηριστικά του συνωμοσιολογικού λόγου, είναι το ό,τι σπεύδει να κατηγορήσει, δείχνοντας, ή και κατασκευάζοντας, τον ένοχο.
Αντλώντας από ένα κατά βάση διχοτομικό σχήμα ερμηνείας του κόσμου, δηλαδή από ένα σχήμα ισχυρών/ανίσχυρων, ο συνωμοσιολογικός λόγος (που υπήρξε και στα καθ’ ημάς) αποδίδει ιδιαίτερη βαρύτητα στο πολιτικό, αλλά και συναισθηματικό πεδίο, τείνοντας προς τη διαμόρφωση χαρακτηριστικών ψευδαίσθησης, ή αλλιώς φενάκης: ό,τι βλέπουμε δεν ισχύει, ό,τι μας λένε και μας παρουσιάζουν είναι ένα «μεγάλο ψέμα» των ισχυρών της «Νέας Τάξης Πραγμάτων».
Άρα, ο συνωμοσιολόγος δεν λειτουργεί μόνο ως αυτό που «αποκαλύπτει» τα ψέματα για κάτι που συμβαίνει μαζικά φέροντας την αλήθεια ως άλλος «Προφήτης», αλλά και αυτός που «γνωρίζει» το τι πραγματικά συμβαίνει, όπως τώρα, συσχετίζοντας την αλήθεια με την γνώση που πρέπει να διαδοθούν μαζικά. Στη βάση τους, οι συνωμοσιολογικές προσεγγίσεις που χτίζονται σταδιακά, καθίστανται αντι-επιστημονικές και παραπλανητικές, προσεγγίζοντας ό,τι η Eve Kosofsky Sedgwick αποκαλεί ως «παρανοϊκές θεωρίες».
Εντός αυτού του υποδείγματος («παρανοϊκές θεωρίες») και λαμβάνοντας υπόψιν την αναφορά πιο πάνω στο σχήμα ισχυροί/ανίσχυροι που χρησιμοποιείται σε θεωρίες συνωμοσίας, προκύπτει και η μορφή θυτών/θυμάτων, με τα θύματα να «είμαστε όλοι εμείς».
Ο συνωμοσιολογικός λόγος, ή οι θεωρίες συνωμοσίας, προβαίνουν σε μία μηχανιστική θεώρηση του κόσμου, αποδίδοντας ιδιαίτερη έμφαση στην έννοια του συμφέροντος: Αν ο Αμερικανός επιχειρηματίας, Bill Gates, εμπλέκεται άμεσα στην εύρεση θεραπείας για τον κορονοϊό, αυτό το κάνει γιατί έχει ισχυρά συμφέροντα, για να δώσουμε ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα περί του συγκεκριμένου λόγου. Αυτό που διαμορφώνεται είναι μία βολική εξήγηση που επιζητεί επίχρισμα νομιμοποίησης.
Και από τα πολιτικά κόμματα, αυτή την περίοδο, πρέπει να δοθεί έμφαση στην πολιτική και ιδεολογική αντιμετώπιση των συνωμοσιολογικών θεωριών που εμφανίζονται με διάφορες μορφές, βρίσκουν ευήκοα ώτα, όχι σε έναν απλό φόβο που υπάρχει, αλλά σε μία επιθυμία ερμηνείας της πανδημίας με μη-συμβατικό τρόπο. Και τα πολιτικά κόμματα οφείλουν να αναδείξουν τα στοιχεία που συνέχουν την συνωμοσιολογία, αμφισβητώντας έμπρακτα τον μηχανισμό αμφισβήτησης που θέτει σε λειτουργία.