Το αφήγημα (κυρίως) του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης, πως αν δεν είχε υπάρξει η αλλαγή της κυβέρνησης το 2015: α) θα είχαμε ήδη βγει από τα μνημόνια,
β) το Α.Ε.Π. της χώρας θα είχε αυξηθεί κατά 30 δις ευρώ και γ) η διαπραγμάτευση που ακολούθησε, κόστισαν 15 δις ευρώ σε μέτρα, είναι τόσο ψευδές, όσο για να γίνει απλά πιστευτό από τους οπαδούς του (και μόνο αυτούς). Ας το εξετάσουμε:
α) με το δεδομένο ότι η συν-κυβέρνηση ΝΔ-ΠΑΣΟΚ δεν κατόρθωσε να πετύχει πρωτογενές πλεόνασμα 1,5% του Α.Ε.Π. το 2014 (το πρωτογενές του 2014 ήταν στο 0,4%), σήμαινε, απλά, ότι το 2015 θα έπρεπε να ληφθούν επιπλέον μέτρα της τάξης των 1,98 δις ευρώ (χωρίς να έχει υπάρξει αλλαγή της κυβέρνησης), πλέον των μέτρων που θα έπρεπε, ούτως ή άλλως, να ληφθούν εντός της ίδιας χρονιάς (2015) για την επίτευξη του στόχου για πρωτογενές πλεόνασμα 3% του Α.Ε.Π. (κόστος 5,4 δις ευρώ), όπως ακριβώς αναφέρεται στο Μεσοπρόθεσμο 2015-2018 (χωρίς να αναφερθώ καν στους στόχους για πρωτογενές πλεόνασμα 4,5% για το 2016, 4,5% για το 2017 και 4,2% για το 2018). Κατά συνέπεια, χωρίς να έχει υπάρξει αλλαγή στην κυβέρνηση το 2015, θα έπρεπε να ληφθούν μέτρα της τάξης των 7,38 δις ευρώ (μόνο εντός του 2015), ακολουθούμενα από επίσης μέτρα της τάξης των 8,1 δις για το 2016, άλλα 8,1 δις για το 2017 και (τέλος) 7,5 δις για το 2018. Σύνολο μέτρων, για την περίοδο 2015-2018… 31 δις ευρώ (!!)
β) όσα πιο πάνω αναφέρθηκαν, είναι σίγουρο ότι θα «συναντήσουν» τον αντίλογο από πλευράς των στελεχών της αντιπολίτευσης, με το επιχείρημα ότι δεν θα χρειαζόταν μέτρα (τουλάχιστον) αυτού του ύψους, λόγω της πρόβλεψης στο ίδιο Μεσοπρόθεσμο Πρόγραμμα 2015-2018, για ανάπτυξη του Α.Ε.Π. της τάξης του 2,9% για το 2015, 3,7% για το 2016, 3,5% για το 2017 και 3,2% για το 2018 (εξ’ ου και η αναφορά του κ. Μητσοτάκη στα… 30 δις αύξησης του Α.Ε.Π.). Η πρόβλεψη αυτή, όμως, έχει άμεση συνάφεια με την επίτευξη των πρωτογενών πλεονασμάτων. Με δύο λόγια, είναι απαραίτητη προϋπόθεση η ανάπτυξη του Α.Ε.Π. στα ποσοστά που αναφέρονται στο Μεσοπρόθεσμο, ώστε να επιτευχθούν, χωρίς μέτρα, τα ποσοστά των πρωτογενών πλεονασμάτων. Το κατά πόσο ήταν εφικτό, σε μία χώρα στην οικονομία της οποίας: α) έπρεπε να ληφθούν μέτρα 7,38 δις το 2015 (όπως εξηγήθηκε πιο πάνω), β) έπρεπε να καλύψει ταυτόχρονα τις δανειακές της υποχρεώσεις προς τους δανειστές, στις οποίες (σύμφωνα με την έκθεση του Δ.Ν.Τ.) παρουσιαζόταν χρηματοοικονομικό κενό της τάξης των… 70 δις για την περίοδο 2014-2020, γ) θα έμπαινε σε μία ασταθή περίοδο χωρίς άμεση και δεδομένη οικονομική στήριξη, ούτε από τους δανειστές μας (εκτός εάν υπογράφαμε νέο μνημόνιο-δανειακή σύμβαση, όπως κι έγινε), ούτε από τις «αγορές», λόγω της μη επανάληψης της «εξόδου» της χώρας σε αυτές μετά τον Απρίλιο του 2014, άρα της μη δεδομένης επιτυχίας του εγχειρήματος, και δ) με δεδομένο γεγονός, πλέον, την «έκρηξη» του μεταναστευτικού ρεύματος στο πρώτο εννεάμηνο του 2015 (ανεξάρτητα από τις όποιες δηλώσεις έγιναν εκείνη την περίοδο), και -κυρίως- λαμβάνοντας υπ’ όψιν τις άκρως αποτυχημένες προβλέψεις αύξησης του Α.Ε.Π. της χώρας των προηγουμένων ετών (υπό την καθοδήγηση των δανειστών), μπορεί νομίζω ο καθένας να καταλάβει, το εάν τελικά θα έπρεπε, ή όχι, να ληφθούν μέτρα από το 2015 και μετά, καθώς και το «ύψος» αυτών, αλλά και το κατά πόσο το Α.Ε.Π. της χώρας θα είχε αυξηθεί κατά 30 δις ευρώ.
γ) η αλλαγή της κυβέρνησης τον Ιανουάριο του 2015 και η διαπραγμάτευση που ακολούθησε, είναι αλήθεια ότι κατέληξε στην υπογραφή του νέου μνημονίου (του 3ου), κάτι που, όπως αναφέρθηκε πιο πάνω, ήταν σχεδόν αναμενόμενο ότι θα γινόταν με βάση: α) τα οικονομικά δεδομένα της εποχής, β) την απόφαση για μη ρήξη με την Ε.Ε. και την παραμονή μας στην ευρωζώνη, γ) τις ήδη υπογεγραμμένες συμφωνίες της συν-κυβέρνησης ΝΔ-ΠΑΣΟΚ και δ) την ανυπαρξία συγκεκριμένου πλάνου διαχείρισης της εξόδου της χώρας από τα μνημόνια, για πολιτικούς καθαρά λόγους (σχέδιο «αριστερής παρένθεσης»). Όπως επίσης, είναι αλήθεια ότι η διαπραγμάτευση εκείνη πέτυχε την μείωση των στόχων των πρωτογενών πλεονασμάτων για την ίδια χρονιά (2015) και τα αμέσως επόμενα χρόνια (2016-2018), σε ποσοστά τέτοια, που άμεσα εξοικονομούσαν για την ελληνική οικονομία ποσά της τάξης των (τουλάχιστον) 13,8 δις ευρώ (στο -0,25% του Α.Ε.Π. για το 2015 από 2,9% που ήταν, στο 0,5% για το 2016 από 3,7%, στο 1,75% για το 2017 από 3,5% και 3,5% για το 2018 από 3,2%). Η σημερινή, λοιπόν, κυβέρνηση, αντί να υποχρεωθεί, λόγω των δεδομένων καταστάσεων και συμφωνιών, να λάβει μέτρα ύψους 31 δις (όπως αναλύθηκε πιο πάνω), ώστε να συμμορφωθεί με τις υποχρεώσεις της, πέτυχε να μειώσει αυτό το ποσό κατά 13,8 δις ευρώ (τουλάχιστον), μόνο από την μείωση των στόχων των πρωτογενών πλεονασμάτων.
Εκτός όμως από αυτό, η ρεαλιστικότερη προσέγγιση των στόχων για την ανάπτυξη του Α.Ε.Π. της χώρας, με την αντίστοιχη μείωση των προβλέψεων για τα επόμενα χρόνια, η στροφή της κυβερνητικής πολιτικής προς ένα κοινωνικό πρόσωπο με τη σύμφωνη γνώμη των δανειστών (πρόγραμμα ιατροφαρμακευτικής κάλυψης ανασφάλιστων πολιτών, Κοινωνικό Εισόδημα Αλληλεγγύης κ.ά.), αλλά και η δέσμευση από πλευράς των δανειστών για την εφαρμογή των μέτρων για την ελάφρυνση του δημοσίου χρέους (εφαρμόζονται ήδη τα βραχυπρόθεσμα και αναμένεται να αρχίσει η συζήτηση για τα μεσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα μέτρα), οδήγησαν, ήδη, τη χώρα (πριν λίγες ημέρες) στην έξοδο από τη διαδικασία του υπερβολικού ελλείμματος, θέτοντας ασφαλείς βάσεις για την ολοκλήρωση του προγράμματος της πραγματικής, ολοκληρωμένης και με σχεδιασμό εξόδου της από τα επαχθή μνημόνια, στα οποία οι λανθασμένες (το λιγότερο) πολιτικές αποφάσεις των κυβερνήσεων που προηγήθηκαν της σημερινής, «φόρτωσαν» στον ελληνικό λαό.
Σημαίνουν τα ανωτέρω ότι «όλα βαίνουν καλώς»; Σαφώς και όχι.
Μένουν πολλά ακόμα να γίνουν. Αδικίες που πρέπει να διορθωθούν, δίκαιο που πρέπει να απονεμηθεί, μεταρρυθμίσεις που πρέπει να ολοκληρωθούν.
Το ποιος θα έχει την ευθύνη για την υλοποίησή τους, είναι «στο χέρι» των πολιτών να το αποφασίσουν, όταν κληθούν να το κάνουν.
Η αλλαγή της κυβέρνησης, όμως, τον Ιανουάριο του 2015, όχι μόνο ήταν η απόλυτα σωστή επιλογή των πολιτών, κάτι το οποίο επιβεβαίωσαν τον Σεπτέμβριο του ίδιου έτους, αλλά η απόφασή τους αυτή ανέθεσε στους ίδιους την ευθύνη για τη συνέχιση (ή όχι) αυτής τους της επιλογής, με το δικαίωμα, αλλά και την υποχρέωσή τους για τη διατήρηση της μνήμης, ώστε να μην επαναλάβουμε όλοι, τα λάθη του παρελθόντος.
Αν ήθελε ο Κυριάκος, θα μπορούσε να πει πολλά. Δυστυχώς για αυτόν (και για τη χώρα), αναλώνεται σε ζητήματα που με τις θέσεις που παίρνει, προσβάλει τη νομοσύνη μας (όχι ότι άλλοι είναι καλύτεροι). Έτσι, θυμάμαι για παράδειγμα την απάντηση στην ερώτηση που του έθεσαν στην ισχυόσκαλα Καβάλας για τις χρηματοδοτήσεις όπου ελαφρά την καρδία είπε “από φοροελαφρύνσεις και από το ΕΣΠΑ”…. από ποιον θα κόψει και θα δώσει… δεν είπε. Το ότι το ΕΣΠΑ είναι γνωστό και στις κατσαρίδες…. δεν το είπε.
Ομοίως ενώπιον του Κινέζου Π΄ρεσβη και καμερών είπε “Με εμάς ξεκίνησε (..λιμάνι/COSMO) και εμείς στηρίζουμε και θα πράξουμε καλύτερα…. σα να μη μιλούσε για τη χώρα αλλά για το κόμμα του.
Ομοίως στην υπόθεση Λεμπιδάκη είπε “Οι αστυνομικοί όταν αφήνονται μόνοι τους, κάνουν καλά τη δουλειά τους” σα να λέμε “σε άλλα εγκλήματα κάποιον πολιτικός τους εμποδίζει”…. τη μόνη περίπτωση που θυμάμαι είναι ενός στελέχους της ΝΔ…. σε υψηλόβαθμη θέση…
ΔΥΣΤΥΧΩΣ λέω, γιατί υπάρχουν τόσο πολλά να πει κανείς σήμερα….