Δημιουργημένοι από την άκρατη αγάπη του Θεού Πατρός, πλασμένοι κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσίν Του, προικισμένοι μ’ όλα τα χαρίσματα της αγιότητάς Του, γεννημένοι μέσα στην χάρη Του, αναγεννημένοι στα ρείθρα της όντως ζωής της κοινωνίας της αγίας Τριάδος, σφραγισμένοι με τις δωρεές-δυνάμεις του αγίου Πνεύματος, εξερχόμαστε στα μονοπάτια της ζωής. Κι εκεί συναντούμε την αμαρτία. Έχουμε συνηθίσει να θεωρούμε την αμαρτία απλώς ως μία παράβαση κάποιων κανόνων, ή ως παράβαση κάποιου καθήκοντος. Όμως, η αμαρτία είναι μία επανάσταση, μία ανταρσία, μία αποστασία. Μία επανάσταση ενάντια στο θέλημα του Θεού, ενάντια στον ίδιο τον εαυτό μας. Θέλουμε να γίνουμε από μόνοι μας θεοί, θεοποιούμε τον εαυτό μας, δεν δεχόμαστε την «βασανιστική» αγάπη του Θεού, ζητούμε το αναλογούν μας μέρος της πατρικής περιουσίας και επαναστατημένοι φεύγουμε σε χώρα μακρινή.

Όσο όμως απομακρυνόμαστε από την πατρική εστία τόσο απομακρυνόμαστε και από τους αδελφούς μας, τους συνοδοιπόρους της ζωής. Κι ενώ η μοναξιά στον παράδεισο θεραπεύτηκε από την φροντίδα του Θεού με την πλάση του συνανθρώπου, του αδελφού, του συνοδοιπόρου, του συμπαραστάτη, τώρα στην κόλαση της απομακρυσμένης χώρας, η μοναξιά γίνεται θανατερή. Ανέστιοι, στις ψεύτικες πατρίδες πολιτογραφημένοι, ανάμεσα σε πλήθος πολύ, νοιώθουμε μόνοι. Ζούμε την πνιγερή μοναξιά του εγωισμού. Και στην καρδιά μας γεννιέται η θλίψη. Την πείνα της ψυχής μας προσπαθούμε να την κορέσουμε με ξυλοκέρατα, με κατ επίφαση ψήγματα αγάπης. Ρακένδυτοι, ζέχνοντας απ’ την συναναστροφή μας με ό,τι ποταπό και βέβηλο, γεμίζουμε την μοναξιά μας βόσκοντας χοίρους.

Όμως, ο άνθρωπος είναι πλασμένος να ζει με τον Θεό και να κοινωνεί με τους αδελφούς του. Η θλίψη φωλιάζει στον νου και στην καρδιά. Και δάκρυα τρέχουνε για να ποτίσουν την άνυδρη γη των σπλάχνων. Και ω του θαύματος, αυτή καρποφορεί. Τούτη η θλίψη, είναι ευεργετική για την ψυχή. Βοηθά να έλθουμε εις εαυτό και να μετανοήσουμε. Να νοιώσουμε με όλη την ύπαρξη μας, πως ο δρόμος που ακολουθούμε δεν οδηγεί πουθενά και να θελήσουμε να επιστρέψουμε στην μόνη οδό. Σ’ αυτόν που είναι η Οδός και η Αλήθεια και η Ζωή. Να αισθανθούμε ότι ζούμε σ’ έναν ξένο τόπο, έξω από το σπίτι του Πατέρα μας και να αποφασίσουμε να γυρίσουμε, να επιστρέψουμε πίσω στο σπίτι μας, στην Εκκλησία, στον Θεό πατέρα και στους αδελφούς μας κατά πνεύμα. Γνωρίζοντας πως εκείνος ο καλός Πατέρας, στέκει ήδη έξω από την θύρα και προσδοκά, περιμένει την επιστροφή του ασώτου. Αναμένει την επάνοδο. Έχει ήδη ετοιμάσει το δείπνο. Ο μόσχος ο σιτευτός έχει θυσιαστεί. Ο χιτώνας ο βασιλικός μας περιμένει. Το δακτυλίδι της κληρονομίας είναι φτιαγμένο στα μέτρα μας και οι προσκεκλημένοι έχουν φθάσει. Εκείνος, ο Μεγάλος Θεός, έχει κατέβει από τον ουρανό, έχει ανοίξει την θύρα και από μακριά παρακολουθεί τον δρόμο της επιστροφής μας. Προσδοκά και περιμένει να μας δει να απαρνούμαστε την ζωή της ασωτίας και να προσπέσουμε μπροστά στην πόρτα Του λέγοντας Του: «αμάρτησα πατέρα, μπρος τον ουρανό και ενώπιον σου, δεν είμαι άξιος να ονομάζομαι γιος σου, όμως εσύ επίτρεψέ μου να γίνω ένας από τους δούλους σου». Κι Εκείνος, αμέσως θα μας αποκαταστήσει και θα μας καταξιώσει με παρρησία και ακατάκριτα να τολμήσουμε ξανά να τον καλέσουμε ως Θεό και ως Πατέρα, λέγοντας του το Πάτερ ημών.

Ζώντας συνεχώς εν μετανοία και πολιτογραφημένοι στην βασιλεία του Θεού, συμμετέχοντας στο μυστήριο της θείας ευχαριστίας, τότε μόνο η ζωή μας αποκτά νόημα. Αληθινό νόημα. Γίνεται πανηγύρι, ευφροσύνη, χαρά. Όπως χαρά γίνεται στον ουρανό επί ενί αμαρτωλό μετανοούντι.

ΕΚ ΤΗΣ ΙΕΡΑΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΕΩΣ Φ.Ν.Θ., αρχιμανδρίτης Παύλος Κίτσος

ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ